-
61 επιτραχήλιο
επιτραχήλιο τοепитрахиль – одно из священнических облачений под фелонью, надеваемое на шею и простирающееся донизу. Епитрахиль означает совершительную и свыше сходящую благодать Святого Духа. Подобно Христу, несшему на своих плечах крест на страдание, поступает и иерей, удостоившись совершать таинства страданий Его. Без епитрахили священнику нельзя совершать ни одной службыЭтим.< επιτραχήλιον < επι- + -τραχήλιον < τράχηλος «на шее»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > επιτραχήλιο
-
62 5137
{сущ., 7}шея, выя.Ссылки: Мф. 18:6; Мк. 9:42; Лк. 15:20; 17:2; Деян. 15:10; 20:37; Рим. 16:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5137
-
63 βραχυτράχηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχυτράχηλος
-
64 βρουλός
βρουλός· πονηρός, Hsch. [full] βροῦνος· ἐνεὸς ἢ μαινόμενος, Id. [full] βρούξ· τράχηλος, βρόγχος, Id. [full] βρούτιδες· γυναῖκες οὕτω καλούμεναι, Cyr., Suid. [full] βροῦτος,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρουλός
-
65 γερανώδης
γερᾰνώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανώδης
-
66 δείρα
-
67 εὐθυτράχηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυτράχηλος
-
68 καλοτίθηνος
A well-reared, Hsch. [full] τράχηλος [pron. full] [τρᾰ], ον, with beautiful neck, Cat.Cod.Astr.8(4).181.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοτίθηνος
-
69 κατηγόρημα
A accusation, charge, Gorg.Pal.22, Pl.Lg. 765b, 881e, PFrankf.7B3 (iii B.C.);τὰ τοῦ τρόπου σου κ. D.18.263
, cf. Din.1.1, D.H.7.64; τοῦτο φωνῆς κ. this is the fault of.., A.D.Pron.27.25.II in Logic, predicate, Arist.Int. 20b32, Metaph. 1053b19, etc.;οὐκ εὔοδον τὸ ἁπλοῖν ἐστι κ. Epicur.Fr.18
.2 head of predicables, Arist.Metaph. 1028a33,Ph. 201a1, Zeno Stoic.1.25, etc.; περὶ κατηγορημάτων Sphaer.ib.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατηγόρημα
-
70 λεπτός
2 fine, small,κονίη 23.506
; ; ;λεπτοῖς ἁλσί Alex.187.5
: freq. in Hp.,διατρήσεις λ. Loc.Hom.10
, al.; of soil, light, Thphr.HP1.8.1.3 thin, fine, delicate, freq. in Hom., mostly of garments and the like ,ὀθόναι Il.18.595
; πέπλοι, φᾶρος, Od.7.97, 10.544;ἀράχνια 8.280
;μήρινθος Il.23.854
; -ότατος χαλκός 20.275
;ἔβενος, ἐλέφας, σίδηρος BCH35.286
(Delos, ii B.C.);ῥινὸς βοός Il.20.276
([comp] Sup.); ([comp] Sup.); ([comp] Comp.); ;χαλκὸς καὶ δόνακες Pi.P.12.25
, cf. E.Med. 949, Th. 2.49, etc.; λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, of ships, to have the bows thin and weak, Id.7.36.4 of the human figure, mostly in bad sense, thin, lean, Alc.39; opp. παχύς, Hp.Art.8 ([comp] Comp.);ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής Ar. Ec. 539
;σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Antiph.122.4
;λ. καὶ αὐχμῶν Thphr. Char.26.5
, cf. Ceb.10;λ. χείρ Hes.Op. 497
; (anap.);τράχηλος X.Cyn.5.30
;λεπτὸς <ἐκ> τοῖν σκελοῖν Luc.Nav.2
;λ. ὑπὸ μεριμνῶν Pl.Amat. 134b
; of animals, X.Cyr.1.4.11; also, slender, taper (opp. παχύς), δάκτυλος Pl.R. 523d
; ἀπολήγειν εἰς λεπτόν, of the fingers of a statue, Luc.Im.6.5 of space, strait, narrow,εἰσίθμη Od.6.264
;ἀταρπός Alcm.81
; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι in a thin line, X. Cyr.5.4.46, cf. Plb.3.115.6;οὔτε εὐρεῖαν οὔτε λεπτὴν.. ὁδόν Plu.2.964c
(ap.Porph.Abst.1.6).6 generally, small, weak, impotent,λεπτὴ μῆτις Il.10.226
, 23.590; , cf.ὀχέω 11.3
;ἀσφάλεια D.Ep.2.20
; λ. ἴχνη faint traces, X.Cyn.5.5; λ. οὖας, of a child's ear, tiny, Simon.37.14; τὰ λ. τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, Hdt.8.137; λ. πλοῖα small craft, Id.7.36; ἄκραι λ. small headlands, Id.8.107;λ. κλιμάκια Ar. Pax69
;τὸ -ότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plu.Cic.29
;λ. χαλκός OGI485.12
(Magn. Mae.): without χαλκός, Inscr.Perg. 374 D7;ἀργύριον Ῥόδιον λ. CIG2693e5
([place name] Mylasa), cf. TAM2(1).15 ([place name] Telmessus); v. infr. 111.2. Adv. -τῶς, ζῆν poorly, meanly, Men.Mon. 682: neut. pl. as Adv.,λεπτὰ λεύσσω κόραις E.Or. 224
.7 light, slight,λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος.. ῥιπαῖσι A. Ag. 892
; λ. πνοαί light breezes, E.IA 813; λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν on slight turns of fortune, S.Fr. 555.8 of size or quantity, λ. πυρίδια small, Ar.Lys. 1206;λ. κύλικες Pherecr.143.5
(but f.l.): neut. pl. as Adv., λ. τῖλαι 'pluck into small pieces', Theoc.3.21.9 of liquids, thin,γάλα Hp.Vict.2.46
;λεπτὰ ἀνεμέειν Id.Coac. 310
; λ. οἶνος light wine, Luc.Merc.Cond.18; also of food,λ. δίαιται Hp.Aph.1.4
;λ. ὀψάρια OGI484.16
(Pergam.). Adv. -τῶς, διαιτᾶσθαι, διαιτᾶν, Gal. 19.191, Paul.Aeg.3.43.10 = λεπτομερής, consisting of fine parts,ὅσῳ -ότερον ἀὴρ ὕδατος Arist.Ph. 215b4
, cf. Cael. 303b26, al.II metaph., subtle, refined, ; - ότεροι μῦθοι ib. 1082 (anap.); -ότατοι λῆροι Ar.Nu. 359
;πυκνῇ.. λεπτὰ μηχανᾷ φρενί Id.Ach. 445
;λ. λογιστά Id.Av. 318
;λ. καὶ ἀκριβής Antipho 3.4.2
;ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοί Hp.
Aër.24;λόγοι λ... τρέφουσ' ἐκείνους Alex.220.8
; cf. λεπτολόγος. Adv. -τῶς, μεριμνᾶν Lyr.Adesp.135
;λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Amphis 33.5
: [comp] Comp. - οτέρως Anaxandr.36: also in detail,PPetr.
2p.118 (iii B.C.), Cic.Att.2.18.2, Phryn. PS p.83 B., Phot. s.v. νιφετός; cf. κατάλεπτον, καταλεπτολογέω: τὰ κατὰ λεπτόν, title of poems by Aratus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.79 M., Str.10.5.3; also of minor poems of Virgil; τῶν κατὰ λεπτὸν πόρων ἀραίωσις, perh. small pores, Gal.15.201.2 rarely of the voice, fine, delicate, Arist.HA 545a7, Lyc.687;ἁρμονία E.Fr.773.23
(lyr.): neut. as Adv.,λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ar.Av. 235
(lyr.); of sound,λ. ὑποτρύζουσα AP11.352.5
(Agath.); cf. λεπταλέος.3 of smell, Pl.Ti. 66e ([comp] Comp.).4 of persons, οἱ λ. the poor, Plb.24.7.3; λεπτὴν πλέκειν, prov. of poor people, Hsch.;λεπτὰ ξαίνεις Suid.
3 (sc. κεράμιον) jar, POxy.920.4 (ii/iii A.D.), PStrassb.40.48 (vi A.D.); cf. λεπτίον, λεπτοκεραμεύς. -
71 λεπτοτράχηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτοτράχηλος
-
72 λευκοτράχηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκοτράχηλος
-
73 λιθοτράχηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοτράχηλος
-
74 λύγδινος
A of white marble,βωμός Africa Italiana 1.325
(Cyrene, i B.C.), cf. AP6.209 (Antip. Thess.), Babr.30.1;λυγδίνη λίθος Philostr.Im. Prooem.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λύγδινος
-
75 μακροτράχηλος
A long-necked, AP5.134, Str.17.3.19 ([comp] Comp.), D.S.2.50, Gal.2.429 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακροτράχηλος
-
76 μάλασσος
μάλασσος· τράχηλος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάλασσος
-
77 μεγαλοτράχηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοτράχηλος
-
78 μικροτράχηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικροτράχηλος
-
79 παχυτράχηλος
A bull-necked, Adam.2.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παχυτράχηλος
-
80 πολυτράχηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτράχηλος
См. также в других словарях:
τράχηλος — well reared masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
τράχηλος — ο 1. ο λαιμός μαζί με το σβέρκο: Τον έπιασε απ τον τράχηλο. 2. σβέρκος: Τον χτύπησε στον τράχηλο και τον σκότωσε. 3. το στενό μέρος σε σπλάχνα ή κόκαλα: Ο τράχηλος της μήτρας. 4. το στενόμακρο μέρος διάφορων δοχείων, λαιμός: Τράχηλος του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραχήλω — τράχηλος well reared masc nom/voc/acc dual τράχηλος well reared masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχήλοις — τράχηλος well reared masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχήλου — τράχηλος well reared masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχήλους — τράχηλος well reared masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχήλων — τράχηλος well reared masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχήλῳ — τράχηλος well reared masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράχηλοι — τράχηλος well reared masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράχηλον — τράχηλος well reared masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)