-
1 τροφεύω
A serve as a wet-nurse, suckle, LXXEx.2.7, Ph.2.83, BGU297.16 (i A. D.), etc.: c. gen.,τ. δουλικοῦ ἐγγόνου PSI10.1131.26
(i A. D.), cf. 1065.11 (ii A. D.):—so [suff] τροφ-έω, BGU1111.10 (i B. C., [voice] Pass.), 859.4 (iv A. D.); τροφέοντο ( τροφόεντο cod., corr. Porson) was read by Aristarch. in Od.3.290, and τροφέοντα is v.l. in Il.15.621.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφεύω
-
2 τροφεία
τροφ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφεία
-
3 τροφεύς
A one who brings up, foster-father, S.Ph. 344, E.El.16, Ph.45, Theophil. 1; tutor, (Cyprus, ii B. C.), 256.1 (Delos, ii B. C.), cf. Sammelb.1568.1 (ii B. C.), Gal.14.664, M.Ant.5.31; of a woman, nurse, A.Ch. 760 ( στροφεύς codd.).2 in S.Aj. 863, Ajax addresses the plains and fountains of Troy, χαίρετ' ὦ τροφῆς ἐμοί ye who have fed me, or with whom I have lived; so .3 rearer, breeder, ; ἅρματος τ. one who keeps a chariot, ib. 834b; πάσης κακίας one who fosters all wickedness, Id.R. 580a.4 one who gives free meals to the people, IGRom.3.89 (Amastris, i A. D.), 4.1680 (Pergam.).5 personal attendant, slave, Aristid.Or.49(25).3,15, 20, 50(26).103.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφεύς
-
4 τροφεῖα
τροφ-εῖα, τά,A pay for rearing and bringing up, wages of a nurse,θανὼν τ. πληρώσει χθονί A.Th. 477
; [ πορσῦναι] E.El. 626; ἀποδοῦναι, ἐκτίνειν, Id. Ion 852, Pl.R. 520b; prov., κριὸς τὰ τ. (sc. ἀπέτεισεν) Men.905;ἀνταποδοῦναι Lys.6.49
, cf. IG5(2).345.7 (Orchom. Arc., ii/i B. C.), POxy.37.10 (i A. D.);πράξασθαι D.S.9.13
.IV maintenance, board, paid in money or kind, PEleph. 3.2, al. (iii B. C.), PMich.Teb. 121v vii 7, al. (i A. D.), PRyl.153.4 (ii A. D.); paid to a wet-nurse, BGU1106.38,47 (i B. C.), PGrenf.2.75.5 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφεῖα
-
5 τροφεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφεῖον
-
6 τροφή
A nourishment, food, Hdt.3.48, S.Ph.32, 953, Th.1.5, Ev.Matt. 3.4, Gal.6.35, Iamb.VP3.16, etc.;ἡ καθ' ἡμέραν ἀναγκαία τ. Th.1.2
; the means of maintaining an army, provisions, forage,τροφὴν παρέχειν Id.8.57
, cf. 6.93: pl., OGI56.70 (Canopus, iii B. C.), etc.2 βίου τροφαί way of life, livelihood, living, S.OC 338, 446; τροφή alone,δουλίαν ἕξειν τροφήν Id.Aj. 499
, cf. OC 362;φεῦ τῆς ἀνύμφου.. σῆς τροφῆς Id.El. 1183
;τὰς ἐκ γῆς τ. ηὕρετο Pl.Prt. 322a
: then, simply, mode of life,δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τ. Id.Phd. 81d
, cf. 84b;βώμιοι τ. E. Ion 52
.II nurture, rearing,παιδία.. τρέφειν.. τροφήν τινα τοιήνδε Hdt.2.2
, cf. 3; χάριν τροφᾶς ἀμείβων v.l. in A.Ag. 729 (lyr.);νέας τροφῆς στερηθείς S.Aj. 511
; : freq. in pl., ἐν τροφαῖσιν while in the nursery, opp. ἐφηβήσας, A.Th. 665;ἠνυτόμαν τροφαῖς Id.Ag. 1159
(lyr.);ὦ δυσάθλιαι τ. S.OC 330
;αἱ ἐμαὶ τ. E.Tr. 1187
;τ. δημόσιαι Arist.Rh. 1361a36
; ἐκτίνων τροφάς, much like τροφεῖα, A.Th. 548;οἷς ὀδύνας ἀντὶ τροφῶν ἔλιπον IG12(5).973
([place name] Tenos).III sts. in Poets for the concrete θρέμμα, brood, νέα τ. a new generation, S.OT1, cf. A.Th. 786 (lyr.); of animals, ἀρνῶν τροφαί, i.e. young lambs, E.Cyc. 189.IV a place in which animals are reared,ἰβίων τροφαί PTeb. 5.70
, cf. 62.19, al. (ii B. C.), PPetr.3p.221 (iii B. C.), etc. -
7 τρόφημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόφημα
-
8 τροφητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφητικός
-
9 τροφιά
-
10 τροφίας
A brought up in the house, stall-fed, τ. ἵπποι, opp. φορβάδες, Arist.HA 604a29; βοῦς τροφίας (acc. pl.) IG22.1028.16, cf. Plu.Aem.33; κῶθον τροφίην ([dialect] Ion. form) Numen. ap. Ath.7.304e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφίας
-
11 τροφικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφικός
-
12 τροφιμαῖος
A reared at home:αἱ τ.
the daughters of the house,Ph.
2.443 (v.l. for τροφίμαις).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφιμαῖος
-
13 τρόφιμος
A nourishing, nutritious,γάλα -ώτατον Arist. HA 523a11
, cf. Pr. 927a22 ([comp] Comp.), Phld.Sign.27, Sor.1.94, al., Gal. 6.382; opp. ἄτ ροφος, Thphr.CP6.4.5: c. gen., (lyr.), cf. Ion 235 (lyr.); alsoὕδωρ τὸ περὶ κηπείας τ. Pl.Lg. 845d
; τ. κλυστῆρες nutritive enemata, Lycusap. Orib.8.34tit.II Subst. τρόφιμος, ὁ, a slave's young master,ὁ τ. σου Men.Epit.Fr.1
, cf. Epit. 160, Pk.74, al., Com.Adesp.24.20, 25.41 D.; rendered erilis filius by Ter.Andr.602, Eun.289, Phorm.39, v. Donat. ad locc.: metaph.,ἡ βουλὴ τὸν ἑαυτῆς τ. καὶ εὐεργέτην SIG879.10
(Erythrae, iii A. D.): the mistress,Poll.
3.73.2 neut. τρόφιμον, τό, maintenance, sustenance, BGU297.21 (i A. D.);τ. δουλικόν PMich.Teb. 121vi18
, al. (i A. D.): esp. food-supply of Alexandria, Just.Edict.13.26, PKlein.Form.328.4 (vi A. D., cf. Arch.Pap.5.294): τροφίμη σύνταξις contract for board, AP9.175 (Pall.).III [voice] Pass., nursling, foster-child, (lyr.), cf. Archipp.23, Pl.Plt. 272b; ὁ τ., freq. in Inscrr., IG22.3969,3.3396, etc., and Pap., POxy.1491.10 (iv A. D.), etc.;τ. ἀδελφός PCair.Preis. 42.6
(iii/iv A. D.); fem.τροφίμη POxy.903.6
(iv A. D.):οἱ τ.
our nurslings, pupils,Pl.
R. 520d, cf. Lg. 804a;τ. τῆς ἀρετῆς Luc.
Bis Acc.6, cf. AP10.52 (Pall.):—at Sparta, οἱ τ. were young persons too poor to pay their quota to the φιλίτια, and brought up as companions of the richer class, who paid for them, X.HG5.3.9 :— also τ. κύνες dogs kept in the house, Ael.NA11.13, 16.31.2 of bodies, healthy, strong, well-nourished, Hp.Aër.20 ([comp] Comp.); of plants, flourishing, luxuriant, Thphr.CP1.15.4 ([comp] Comp.).3 τ. κύημα viable, capable of life, opp. ἀνεμιαῖον, Poll.2.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόφιμος
-
14 τροφιμότης
A nutritiousness, Eust.742.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφιμότης
-
15 τρόφιον
τρόφ-ιον, τό,A aliment, maintenance, Sammelb. 5349 (ii A. D.).2 diet, Sor. ap. Gal.12.415: as Adj., ἐδάφη τ. pastures for the Hathor-cow, prob. in BGU1216.113 (ii B. C.).II circular pad to prevent sores, Gal.18(2).457.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόφιον
-
16 τροφιοῦται
τροφ-ιοῦται· παχύνεται, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφιοῦται
-
17 τρόφις
A well-fed, stout, large, τ. κῦμα κυλίνδεται a huge, swollen wave, Il.11.307 (cf. τροφόεις); of men, ἐπεὰν γένωνται τρόφιες [ οἱ παῖδες] when the children grow big, Hdt.4.9.II nursling, Lyc.264; τρόφις Ἐννοσιγαίου nursling of the earth-shaker, epith. of the dolphin, Opp. H.2.634 (v.l. τρόχις). -
18 τροφιώδης
τροφ-ιώδης, ες,A containing coagulated matter,οὖρα Hp.Epid.7.120
;ἐκ τροφιώδεος.. ὑποπέλιον Id.Coac. 567
; and so prob. ἑκ τροφιωδέων should be restored for ἐκ στροφωδέων in Id.Prorrh.1.156 :—cf. Gal. ad loc. (16.819K.): a different expl. is given by Erot., τροφιωδέων· σποδιωδῶν, τροφιὰ γὰρ ἡ σποδιὰ λέγεται; cf. ἐκ τροφωλέων σποδοειδῶν, Hsch. Cf.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφιώδης
-
19 τροφῖτις
τροφ-ῖτις συγγραφή, contractA providing for aliment, PTeb.51.8, 776.8 (both ii B. C.), PMich.Teb. 121vi6, al. (i A. D.); γυνὴ τ. either a wet-nurse (so POxy.37.9 (i A. D.)), or a wife married according to a συγγραφὴ τ., PGiss. 37 ii 13, cf. 36.13 (ii B. C.).2 τ. γῆ dub. sens. in CPR244.13 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφῖτις
-
20 σκιατροφέω
σκῐᾱτροφ-έω, [dialect] Ion. [full] σκῐητροφέω; [dialect] Att.also [full] σκιᾱτρᾰφέω (v. infr.): ([etym.] σκιά, τρέφω):—A rear in the shade or within doors, i.e. bring up tenderly, σκιατροφοῦντες [τὰ σώματα] Max.Tyr.28.3:—[voice] Pass., keep in the shade, shun heat and labour,σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Hdt.6.12
;μὴ σκιατραφούμενος Trag.Adesp.546.8
(v.l. -τροφ-); καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι X.Oec.4.2
, cf. Muson.Fr.11p.59H. (- τροφ-, v.l. -τραφ-) ; ἐσκιατ ραφημένη (v.l. -τροφ-)σωμάτων ἕξις Plu.2.8d
;ὁπλίτας ἐσκιατροφημένους Max.Tyr.30.7
; of a plant, σκιατροφούμενος growing in the shade, Thphr.CP2.7.4.II intr. in [voice] Act., wear a shade, cover one's head,σκιητροφέουσι,.. τιάρας φορέοντες Hdt.3.12
: hence also, like [voice] Pass., πλούσιος ἐσκιατροφηκώς a rich effeminate man, opp. πένης ἡλιωμένος one who bears all the heat of the day, Pl.R. 556d.III ἐσκιοτροφημένα f.l. for ἐσκιαγραφημένα in Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιατροφέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τρόφιμο — το / τρόφιμον, ΝΑ κάθε στερεό ή υγρό που περιέχει θρεπτικές ουσίες και χρησιμοποιείται για διατροφή νεοελλ. 1. στον πληθ. τα τρόφιμα τα αναγκαία για τη διατροφή, το σύνολο τών τροφών 2. φρ. α) «φυσικά τρόφιμα» (τροφ. τεχνολ.) i) τρόφιμα που έχουν … Dictionary of Greek
τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… … Dictionary of Greek
σφάγιο — το / σφάγιον, ΝΜΑ, και σφαγιό Ν [σφαγή] ζώο ή πρόσωπο που προορίζεται για θυσία στους θεούς νεοελλ. 1. (τροφ. τεχνολ.) σφαγμένο ζώο που έχει αφαιμαχθεί, εκδαρεί και εκσπλαγχνιστεί και το οποίο προορίζεται για κατανάλωση τού ανθρώπου 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
σφαγή — η, ΝΜΑ, και σφαή Ν [σφάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφάζω, σφάξιμο 2. συνεκδ. το μέρος τού τραχήλου τών ζώων στο οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι νεοελλ. 1. ανατ. κοίλωμα πάνω από την λαβή τού στέρνου μεταξύ τών δύο στερνοκλειδικών… … Dictionary of Greek
σφαγείο — το / σφαγεῑον, ΝΑ, και σφαγειό Ν [σφαγή] νεοελλ. 1. (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος χώρος στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται κατάλληλα τα ζώα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο 2. μτφ. α) ομαδική σφαγή ή, γενικά, εξόντωση … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
FASELARES — apud Ael. Lamptid. in Anton. Hcliogab. Barbas sane mullorum tantas iubebat exhiberi, ut pro absentis, apiastris et faselaribus et faenograeco exhiberet plenis fabatariis, et discis: sunt faselt, et subint siliquae; seu faselaria, subint. grana.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
αγουρέλαιο — και αγουρόλαδο, το (το «ὀμφάκινον ἔλαιον» των αρχαίων) (Τροφ. Τεχνολ.) πρόσφατο ελαιόλαδο, καλής συνήθως ποιότητας, με ευχάριστη χαρακτηριστική οσμή ελιάς. Λαμβάνεται με έκθλιψη τών καρπών τής ελιάς, που συλλέγονται πριν ωριμάσουν τελείως. Η ίδια … Dictionary of Greek