-
1 σποδιά
σποδιά̱, σποδιάheap of ashes: fem nom /voc /acc dualσποδιά̱, σποδιάheap of ashes: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)σποδιάςbullace: fem voc sg -
2 σποδιά
-
3 σποδιᾷ
-
4 σποδιά,-ᾶς
ἡ N 1 4-0-0-0-0=4Lv 4,12(bis); Nm 19,10.17ashes, heap of ashesCf. DANIEL, S. 1966, 170 -
5 σποδιά
A heap of ashes, ashes, Od.5.488, E.Cyc. 615(lyr.), Pl.Com.173.9, LXX Le.4.12; σ. οἰναρέη ashes of vine-twigs, Hp.Mul. 2.195; σποδιῇ κεχριμένος prob. in Call.Dian.69; freq. in Epitaphs, AP7.279,435 (Nicand.); διψὰς ς. ib.9.549 (Antiphil.); scoria, dross of metals, Dsc.5.126. -
6 σποδιάν
σποδιά̱ν, σποδιάheap of ashes: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 σποδιάς
σποδιά̱ς, σποδιάheap of ashes: fem acc plσποδιάςbullace: fem nom sg -
8 σποδιή
σποδιάheap of ashes: fem nom /voc sg (epic ionic) -
9 σποδιήν
σποδιάheap of ashes: fem acc sg (epic ionic) -
10 σποδίαν
σποδίᾱν, σπόδιοςash-coloured: fem acc sg (attic doric aeolic) -
11 σποδιάς
-
12 σποδιᾶς
-
13 σποδιή
-
14 σποδιῇ
-
15 σποδιής
-
16 σποδιῆς
-
17 σποδιήσι
-
18 σποδιῇσι
-
19 σποδιαίς
-
20 σποδιαῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σποδιά — σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc/acc dual σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποδιάς bullace fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιᾷ — σποδιά heap of ashes fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιά — και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α 1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.) 2. στάχτη από την καύση νεκρού 3. σκουριά μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. ιά (πρβλ. στρατ ιά)] … Dictionary of Greek
σποδιά — η ζεστή στάχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σποδιάν — σποδιά̱ν , σποδιά heap of ashes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιάς — σποδιά̱ς , σποδιά heap of ashes fem acc pl σποδιάς bullace fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιαῖς — σποδιά heap of ashes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιᾶς — σποδιά heap of ashes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιῇσι — σποδιά heap of ashes fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιή — σποδιά heap of ashes fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιήν — σποδιά heap of ashes fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)