-
1 τροφιμαῖος
A reared at home:αἱ τ.
the daughters of the house,Ph.
2.443 (v.l. for τροφίμαις).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφιμαῖος
См. также в других словарях:
τριωβολιμαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει αξία τριών οβολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριώβολον + κατάλ. ιμαῖος (βλ. λ. αιος), πρβλ. τροφ ιμαῖος] … Dictionary of Greek