Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συγκοπῆς

См. также в других словарях:

  • συγκοπῆς — συγκοπή cutting up into small pieces fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ενδοκαρδιακός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή αναπτύσσεται μέσα στην καρδιά 2. φρ. «ενδοκαρδιακές ενέσεις» ενέσεις που γίνονται μέσα στις κοιλιακές κοιλότητες τής καρδιάς σε περίπτωση συγκοπής …   Dictionary of Greek

  • ενώδιον — ἐνῴδιον, το (Α) βλ. ενώτιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἐνώδιον, που μαρτυρείται σε αττ. επιγρ., είναι υποκοριστικό και προήλθε πιθ. από τ. *ἐνοΐδιον (με επίδραση τού ω από τον τ. ώτα πρβλ. ους) < *ενο(υσ) ίδιον. Κατ άλλη άποψη, ο τ. αποτελεί προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • στυφελίζω — Α 1. χτυπώ κάτι με δύναμη και τό τραντάζω 2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας …   Dictionary of Greek

  • συγκοπώδης — ῶδες, Α [συγκοπή] ιατρ. αυτός που συνοδεύεται από το σύνδρομο τής συγκοπής («συγκοπώδης μαρασμός», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • σύγκοπος — ον, Α [συγκόπτω] αυτός που πέφτει κάτω εξαιτίας συγκοπής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»