Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στίλβοντα

См. также в других словарях:

  • στίλβοντα — στίλβω glitter pres part act neut nom/voc/acc pl στίλβω glitter pres part act masc acc sg στίλβων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίλβοντ' — στίλβοντα , στίλβω glitter pres part act neut nom/voc/acc pl στίλβοντα , στίλβω glitter pres part act masc acc sg στίλβοντι , στίλβω glitter pres part act masc/neut dat sg στίλβοντι , στίλβω glitter pres ind act 3rd pl (doric) στίλβοντε , στίλβω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαλύφη — η (Α ἀκαλύφη) η ακαλήφη. Βοτ. Ακαλύφη ή Ακαλύφα γένος φυτών τής οικογένειας τών Ευφορβιιδών που περιλαμβάνει 430 είδη, ιθαγενή τών τροπικών χωρών. Είναι θάμνοι και ποώδη ζιζάνια με φύλλα στίλβοντα και έμμισχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < acalypha, νεολατιν.… …   Dictionary of Greek

  • αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • κορίανδρο — το (ΑM κορίανδρον) βοτ. 1. γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σκιαδοφόρα, με στίλβοντα φλοιό και λευκά άνθη, που καλλιεργούνται για τον καρπό τους, ο οποίος χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική και την αλλαντοποιία, το δε… …   Dictionary of Greek

  • πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… …   Dictionary of Greek

  • ρεζεντά — Μονοετείς ή πολυετείς πόες, με μικρά ακανόνιστα άνθη κατά επάκριους στάχεις ή βότρεις, του γένους ρεζεδά (οικογένεια Ρεζεδιδών, δικοτυλήδονα). Ένα είδος της ελληνικής χλωρίδας πολύ κοινό σε άγονους, αμμουδερούς και ξηρούς τόπους είναι η ώχρα ή… …   Dictionary of Greek

  • στίλβω — ΝΑ εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ. β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ. γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.) 2. μτφ. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • βιβούρνο — (viburnum). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καπριφολιδών. Είναι θάμνοι αειθαλείς ή φυλλοβόλοι, σπανίως μικρά δενδρύλλια, μερικοί ιθαγενείς του ελληνικού χώρου και άλλοι της Βόρειας Αμερικής και της Κίνας. Φυτά ανθεκτικά, συχνά… …   Dictionary of Greek

  • πυράκανθο — (κράταιγος ή κοτονέαστρος ο πυράκανθος). Αειθαλής θάμνος της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στη βόρεια Ελλάδα έως τον Όλυμπο. Είναι πυκνοκλαδής, ύψους 2 3 μ., με αραιά αγκάθια. Έχει φύλλα λεία, δερματώδη, στίλβοντα άνω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»