Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

προσδοκίαν

См. также в других словарях:

  • προσδοκίαν — προσδοκίᾱν , προσδοκία looking for fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нача˫аниѥ — НАЧА˫АНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Ожидание: Нача˫ани˫а ради см҃рти даръ. (διὰ προσδοκίαν) МПр XIV, 72 об.; гла(в) •г҃• о дарѣ. iли к на(ч)˫аньи см҃ртi бывающиi да(р). Иже нача˫ани˫а ра(д) см҃рти даръ. рекше по ѹмр҃твии даровавшагѡ. свѣщаноѥ имѣ˫а бываѥть.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • προσδοκία — η, ΝΜΑ [προσδοκῶ] 1. αναμονή κάτι καλού, ελπίδα, απαντοχή 2. φρ. «παρά [πάσαν] προσδοκίαν» αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς νεοελλ. φρ. «δικαίωμα προσδοκίας» (νομ.) αυτοτελές δικαίωμα προστασίας τού δικαιούχου μέλλοντος δικαιώματος, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… …   Dictionary of Greek

  • Ανάφη — Νησί (38,35 τ. χλμ., 269 κάτ.) των Κυκλάδων. H ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι η Βίγλα (584 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες ρεβιθιών, φάβας, φασολιών, σιταριού και κρεμμυδιών. Καλλιεργούνται επίσης ελιές, εσπεριδοειδή,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»