Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αἰγίδα

См. также в других словарях:

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • αἰγίδα — αἰγίς goatskin fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίδ' — αἰγίδα , αἰγίς goatskin fem acc sg αἰγίδι , αἰγίς goatskin fem dat sg αἰγίδε , αἰγίς goatskin fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …   Dictionary of Greek

  • Mythe de Télipinu — Pour les articles homonymes, voir Télipinu (homonymie). Le mythe de Télipinu est un récit mythologique hittite, centré sur Télipinu, dieu agraire et fils du Dieu de l’Orage. Son départ a provoqué une famine chez les hommes et les dieux, qui… …   Wikipédia en Français

  • αιγίοχος — αἰγίοχος, ον (Α) αυτός που κινεί, κραδαίνει την αιγίδα* (ως επίθ. τού Διός και τής Αθηνάς). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. από τα αἰγίς + Fοχος το β συνθ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *wegh που σήμαινε «κινώ, φέρω, οδηγώ», απ’ όπου ελλην. Fέχω «φέρω», ὄχος, ὄχημα …   Dictionary of Greek

  • αιγιδοφόρος — ο αυτός που φέρει αιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγίδα + φόρος < φέρω η λ. χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει το ομηρ. αἰγίσχος και απαντά αρχικά στον Αθ. Χριστόπουλο και τον Ιάκ. Πολυλά] …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»