-
1 δακνάζω
A = δάκνω, AP7.504 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακνάζω
-
2 δακνηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακνηρός
-
3 δακνιστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακνιστήρ
-
4 δακνίς
δακν-ίς, ἡ, aA bird, Hsch. -
5 δάκνω
Aδήξομαι Hp.Nat.Mul.16
, Mul.1.18 (v.l. δάξεται): [tense] pf.δέδηχα Babr. 77
: [tense] aor. 1 ἔδηξα late, Luc.Asin.9: [tense] aor. 2 (the only tense in Hom.)ἔδᾰκον Batr.181
, Tyrt.10.32, etc., [dialect] Ep.δάκε Il.5.493
, redupl.δέδακε AP12.15
(Strat.): [dialect] Ep. inf.δακέειν Il.17.572
: —[voice] Pass.,δάκνομαι Thgn.910
: [tense] fut.δηχθήσομαι E. Alc. 1100
: [tense] aor. , Ar. Ach.18, etc.; laterἐδάκην Aret.SD2.2
: [tense] pf.δέδηγμαι Ar.Ach. 1
, etc.; [dialect] Dor.δεδαγμένος Pi.P.8.87
, Call.Epigr.50 codd.:—bite, of dogs,δακέειν μὲν ἀπετρωπῶντο λεόντων Il.18.585
; of a gnat,ἰσχανάᾳ δακέειν 17.572
; στόμιον δ. champ the bit, A.Pr. 1009; χεῖλος ὀδοῦσι δακών, as a mark of stern determination, Tyrt.l.c.: abs.,δακὼν ἀνάσχου Men. Sam. 141
; δ. στόμα bite one's tongue, so as to refrain from speaking,πρὸ τῶν τοιούτων χρὴ λόγων δ. στόμα A.Fr. 397
, cf. S.Tr. 976; δ. ἑαυτόν to bite one's lips for fear of laughing, Ar.Ra.43; so (by a joke παρὰ προσδοκίαν)δ. θυμόν Id.Nu. 1369
;δ. χόλον A.R.3.1170
.II metaph. of pungent smoke and dust, sting, Ar.Ach.18, Lys. 298, Pl. 822; δ. ὄμματα, of dry winds, Hp.Aph.3.17.III of the mind, bite, sting,δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μῦθος Il.5.493
, cf. Hes.Th. 567;ἔδακε λύπη Hdt.7.16
.a';συμφορὰ δ. A.Pers. 846
; λόφοι δὲ κώδωντ' οὐ δάκνουσ' ἄνευ δορός have no sting, Id.Th. 399;σαίνουσα δάκνεις S.Fr. 885
;τὸ δάκνον τῆς συμβουλῆς Jul.Or.7.207d
; of love, :—freq. in [voice] Pass.,δηχθεῖσα κέντροις.. ἠράσθη E.Hipp. 1303
;ἔρωτι δεδαγμένος Call.
l.c.; of vexation,δάκνομαι ψυχήν Thgn.910
; συμφορᾷ δεδαγμένοι Pi.l.c.;δέδηγμαι καρδίαν Ar.Ach.1
;ὑπὸ τῆς δαπάνης Id.Nu.12
; πρός τι, ἐπί τινι, at a thing, S.Ph. 378, X.Cyr.4.3.3;ὑπὸ τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ λόγων Pl.Smp. 218a
: c.part.,ἐδήχθη ἀκούσας X.Cyr.1.4.13
. (Cf.Skt. dáśati 'bite', Goth. tahjan 'tear'.) -
6 δακνώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακνώδης
См. также в других словарях:
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek