-
1 ωτικός
-
2 ὠτικός
-
3 ὠτικός
-
4 ωτικά
ὠτικόςof: neut nom /voc /acc plὠτικά̱, ὠτικόςof: fem nom /voc /acc dualὠτικά̱, ὠτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ὠτικά
ὠτικόςof: neut nom /voc /acc plὠτικά̱, ὠτικόςof: fem nom /voc /acc dualὠτικά̱, ὠτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ωτικών
-
7 ὠτικῶν
-
8 ωτικόν
-
9 ὠτικόν
-
10 ωτικής
-
11 ὠτικῆς
-
12 ωτικαί
-
13 ὠτικαί
-
14 ωτικοίς
-
15 ὠτικοῖς
-
16 ωτικού
-
17 ὠτικοῦ
-
18 ωτικοί
-
19 ὠτικοί
-
20 ωτικούς
См. также в других словарях:
ὠτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… … Dictionary of Greek
τριπολιτσ(ι)ώτικος — η, ο αυτός που παράγεται ή προέρχεται από την Τριπολιτσά (Τρίπολη):Τριπολιτσιώτικο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠτικά — ὠτικός of neut nom/voc/acc pl ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc/acc dual ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικῶν — ὠτικός of fem gen pl ὠτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικόν — ὠτικός of masc acc sg ὠτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικαί — ὠτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῖς — ὠτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοί — ὠτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῦ — ὠτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικούς — ὠτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)