Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πειστος

См. также в других словарях:

  • πειστικός — ή, ό / πειστικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει την ικανότητα να πείθει (α. «πειστικά επιχειρήματα» β. «ὁ ἀσαφὴς λόγος οὐκ ἔστι πειστικός», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. το θηλ. ἡ πειστική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής πειθούς, η τέχνη τού να πείθει κανείς τους… …   Dictionary of Greek

  • ευανάπειστος — εὐανάπειστος, ον (Α) 1. αυτός που μεταπείθεται εύκολα 2. εύπιστος, ευκολόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα πειστος (< ανα πείθω), πρβλ. δυσ ανά πειστος] …   Dictionary of Greek

  • εύπειστος — η, ο (Α εὔπειστος, ον και για πρόσωπα εὔπιστος, ον) αυτός που πείθεται εύκολα, ευκολόπιστος αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο πιθανός 2. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πειστος (< πείθω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ευμετάπειστος — η, ο (Α εὐμετάπειστος, ον) αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα πειστός (< μετα πείθω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»