-
1 πείθομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to trust, to rely, to obey, to be persuaded' (Il.).Other forms: Fut. πείσομαι, aor. πιθέσθαι, πεπιθέσθαι, perf. πέποιθα (all Il.), aor. pass. πεισθῆναι, fut. - θήσομαι, perf. πέπεισ-μαι (Att.), midd. πείσασθαι (hell.), aor. ptc. πιθήσας (Il.), fut. πιθήσω (φ 369; on the explanation below s. ἀπιθής); act. πείθω, πείσω, πεπιθεῖν w. fut. πεπιθήσω, πεῖσαι (all Il.), πιθεῖν (Pi., A.), πέπεικα (young Att.) `convince, persuade'.Compounds: Also w. prefix, e.g. ἀνα-, ἐπι-, παρα-, συν-. As 1. member in governing compp. like πείθ-αρχ-ος `obedient to the authorities' (A.) with - ία, - έω a.o. (Att.), Πεισί-στρατος PN; as 2. member after the σ-stems a.o. in ἀ-, εὑ-π(ε)ιθής (Thgn., A., Att.) with aor. ἀπίθ-ησε (Il.), fut. ἀπιθ-ήσω (Κ 129, Ω 300); after it the metr. easy πιθήσας with πιθήσω (diff. Chantraine Gramm. hom. 1, 446).Derivatives: A. From root-aorist: 1. πιστός `faithful, reliable, credible' (Il.) with πιστό-της f. `faith' (IA.), πιστ-εύω ( δια-, κατα- a.o.) `to rely, to trust, to believe, to confide' (IA.), from which - ευμα, - ευσις, - ευτικός; πιστ-όομαι ( κατα-, συν-, προ-), - όω `to trust entirely, to warrant, to assure; to make reliable' (Il.) with - ωμα, - ωσις, - ωτής, - ωτικός. 2. πίστις f. `faith, trust, authentication, assurance' (IA.) with πιστι-κός `faithful' (Plu., Vett. Val.; if not for πειστικός; s. below). 3. πιθανός `trustworthy, reliable, believable, obedient' (IA.) with πιθαν-ότης, - όω (Pl., Arist.). 4. πί-συνος `relying on somebody or something' (mostly ep. poet. Il.), prob. after θάρσυνος (Schwyzer 491, Wyss - συνη 13ff.). -- B. From present: 1. Πειθώ f. `(goddess of) persuasion, conviction, obedience' (Hes.), from there Boeot. aor. ἐπί-θωσε, - σαν (IIIa)?; Bechtel Dial. 1, 308 w. lit. 2. πειθός `(easily) pesuading, persuasive' (Ep. Cor.). 3. πειθήμων `obedient, persuasive' (late epic). -- C. From present resp. σ-aor. (younger): 1. πεῖσα f. `obedient' ( ἐν πείσῃ υ 23), like δόξα?; Chantraine Form. 100 a. 435, Schwyzer 516. 2. - πειστος as 2. member εὔ-, δυσανά-, ἀμετά-πειστος a.o. (Att.) opposed to older ἄπιστος. 3. πειστ-ικός `fit for persuasion, convincing' (Pl., Arist.), - ήριος `id.' (E.). 4. πεῖσ-μα n. `conviction, confidence' (Plu., Arr., S. E.), - μονή f. `id.' (Ep. Gal., pap.). 5. πεῖσις ( παρά-, κατά- πείθομαι) f. `conviction etc.' (Plot., Hdn., sch.); cf. older πίστις and Fraenkel Glotta 32, 27 w. lit. 6. πειστήρ m. `someone who obeys' (Suid.) 7. Πειστίχη f. surn. of Aphrodite (Delos; on the χ-suffix Chantraine Form. 404). -- D. From perfect: πεποίθ-ησις f. `trust' (LXX, Phld.), - ίαν ἐλπίδα, προσδοκίαν H.; cf. Scheller Oxytonierung 40.Etymology: With πείθω agrees formally exactly the Lat. themat. root-present fīdō, - ere, IE * bheidh-ō; semant. agrees however the Lat. verb with middle πείθομαι (cf. confīsus sum). Formal identity we find also with the Germ. verb for `wait' in Goth. beidan, OHG bītan etc.; the semantic cleft ('wait (for)' from `trust' or `conform, restrain' ?) is however not yet bridged. The causative too Goth. baidjan `compel', OHG beitten etc. `urge, demand' is semantically divergent; after Specht KZ 66, 205 ff. an agreeing. Gr. *ποιθέω (to which the reduplicated aor. πεπιθεῖν) would have been replaced by act. πείθω. -- The Greek system including the nominal forms is quite explainable from itself; the various adduced nouns, esp. from Lat., like fīdus (formally = the innovated πειθός), fĭdēs, foedus (not to εὑ-πειθής or to πεῖσα), to which perh. also Alb. bē f. `oath' and OCS běda `need' (IE * bhoidhā), do not help understand the Greek forms. Quite doubtful is the connection of πιστός with Alb. besë f. `belief, treaty, faithfulness', appar. from * bhidh-tā f. (= *πιστη; Hamp KZ 77, 252f.); besë rather innovation (Jokl in W.-Hofmann). -- Further forms w. rich lit. in WP. 2, 139f., 185, Pok. 117, W.-Hofmann s. fīdō. Details on form and meaning of πείθομαι and derivv. in S. Schulz Die Wurzel πειθ- ( πιθ-) im älteren Griechischen. Diss. Bern 1952.Page in Frisk: 2,487-488Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πείθομαι
См. также в других словарях:
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
πειθήνιος — α, ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, ον, ΝΜΑ (για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.) νεοελλ. τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός… … Dictionary of Greek
κομμώ — (I) κομμώ, οῡς, ἡ (Α) η ιέρεια που φρόντιζε το άγαλμα τής Αθηνάς στην Ακρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κομ τού κομῶ «φροντίζω» + κατάλ. ώ (πρβλ. βριμ ώ, πειθ ώ). Το διπλό μμ οφείλεται σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό]. (II) (Α κομμῶ, όω) [κομμώ (Ι)]… … Dictionary of Greek
πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πειστήριος — α, ο / πειστήριος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πειστήριο κάθε αντικείμενο που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα έγκλημα που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η ενοχή ή η αθωότητα τού κατηγορουμένου, αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο, απόδειξη αρχ.… … Dictionary of Greek