-
1 μόχθος
Grammatical information: m.Meaning: `exertion, difficulty, distress, misery' (Hes. Sc., Pi., trag., mostly poet.).Compounds: often as 2. member, e.g. πολύ-μοχθος `with much exertion' (trag., Arist.), also as building-technical expression in πρό-μοχθοι τὰ προβεβλημένα τῶν τοίχων (H., also Delos IIa).Derivatives: 1. μοχθ-ηρός `laborious, miserable, worthless, bad' with μοχθηρ-ία `bad condition' (IA.), - όομαι `be laborious' (Aq.). 2. μοχθ-ήεις (Nic.), - ώδης (Vett. Val.) `id.' Verbs: 1. μοχθ-έω, also with ἐκ- a.o., `exert oneself, exist with difficulty' (poet. since K 106) with μοχθήματα pl. `exertions' (trag.); 2. μοχθ-ίζω `id.' (poet. since Β 273; metr. variant of 1., s. Chantraine Gramm. hom. 1. 95, Shipp Studies 95); 3. μοχθ-όω `tire' (Aq.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To μόγος, μογέω (s.v.) with expressive enlarging θ, cf. ἄχθος, ὄχθος, βρόχθος a.o. (Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366f.)? Basic forms like *μόγσ-θος (Schulze KZ 28, 270 n.l = Kl. Schr. 437 n. 1 [p. 438]) or *μόγσ-τος are hard to explain. -- To be rejected Pisani Ist. Lomb. 73, 528 (to Skt. myakṣ- `stick fast'); cf. Belardi Doxa 3, 214, W.-Hofinann s. mōlēs. - If the words show a variation γ\/χθ, it will be Pre-Greek. Fur. 319f., 388, who connects μοττίας ᾡ̃ στρέφουσι τῶν ῥυτήρων τὸν ἄξονα H. as Cretan from *μοκτίας.Page in Frisk: 2,261-262Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόχθος
-
2 πολύμοχθος
πολύ-μοχθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύμοχθος
-
3 πλάζω
Aπλάζον Od.2.396
: [tense] aor. ἔπλαγξα ( παρ-) 9.81; [dialect] Ep.πλάγξα 24.307
:—[voice] Pass. and [voice] Med., 3.106, etc.; [dialect] Ep. [tense] impf.πλαζόμην 5.389
: [tense] fut.πλάγξομαι 15.312
: [tense] aor. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Il.22.291 ; [dialect] Ep.πλάγχθην Od.1.2
; inf. πλάγξασθαι dub. in A.R.3.261 : [tense] pres. [voice] Med. alsoπλάττονται Parm.6.5
codd.:—poet. Verb (rare in Prose, v. infr.), turn aside or away from,πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης Od.1.75
; ; [πρὼν.. ποταμοῖσι] ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων Il.17.751
:—[voice] Pass., πλάγχθη δ' ἀπὸ χαλκόφι χαλκός bronze glanced off from bronze, 11.351 ; πάλιν πλαγχθέντας ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν balked, baffled, 1.59, cf. Od.13.5 ; τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔξω; what woe is warded off afar ? S.OC 1231 (lyr.);κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε Od.13.278
;Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο Pi.N.7.37
(s.v.l.); [Ἀλέξανδρος] ἐπλάζετο ἄγων [Ἑλένην] Hdt.2.117, cf. 116 ;ἀκταῖσιν ὁρμεῖ, δαρὸν ἐκ Τροίας χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς E.Or.56
; of an exile,Ἄργεϊ νάσθη πλαγχθείς Il.14.120
; γένεσις καὶ ὄλεθρος τῆλε μάλ' ἐπλάχθησαν have been banished afar, Parm.8.28 : metaph.,ὁ νέος.. ὑπὸ τῆς τύχης.. πλάζεται, ὁ δὲ γέρων καθάπερ ἐν λιμένι τῷ γήρᾳ καθώρμικεν Epicur.Sent.Vat. 17
; so perh. (v. infr. 11).2 baffle, thwart, balk, esp. mentally,οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὐκ εἰῶσ' ἐθέλοντα Ἰλιου ἐκπέρσαι.. πτολίεθρον Il.2.132
; πλάζε δὲ πίνοντας balked or bewildered them as they drank, Od.2.396; πίνοντες ἐπλάζοντο, i.e. became drunk, Pi.Fr. 166 ; (lyr.) ;ὁκόσα ἰνδαλμοῖσι διαλλάττοντα ἀνὰ τὸν ἠέρα πλάζει ἡμέας Hp.Ep.18
; embarrass, trip up,πλάζει τὸν παῖδα τὰ σάνδαλα AP 7.365
(Zon.) ; ἐπλάζοντο πρὸς οὐδένα σκοπόν wavered aimlessly, Plu. Mar.36.3 [voice] Pass., go astray,πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηός Od.6.278
: c. gen., ;μανδρῶν πλαζομένων χοίρων τρειῶν Supp.Epigr.4.647.6
(Maeonia, ii A. D.).4 [voice] Pass., wander, rove,πλάζομαι ὧδ' Il.10.91
;ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Od.1.2
; πῇ.. πλάζομαι; 13.204, cf.3.95, 16.64 ; ;πλάζεσθαι μετ' ἐκεῖνον 16.151
; ; ; οἱ πλαζόμενοι the planets, Ti.Locr.97a: never in Com. or correct [dialect] Att. Prose.II μέγα κῦμα πλάζ' ὤμους καθύπερθε struck his shoulders, Il.21.269: here and in Od.5.389 (v. supr. 1.1 fin.) Aristarch. (ap.An.Ox.1.149) took πλάζω [ᾱ by nature] as a dialectal form of πλήσσω, perh. rightly; cf. ἐπιπλάζω, προσπλάζω. (In signf. 1 related to πλάγιος as ἅζομαι to ἅγιος; for πλαγξ-, πλαγχθ- codd. sts. have πλαξ-, πλαχθ-, as v.l., Il.1.59, Od.1.2, 9.81 ([etym.] παρ-), Parm.8.28 ; in signf. 11 perh. a different word.)-------------------------------------------πλάζω (B),A = πλάσσω ([dialect] Tarent.), An.Ox.1.62. -
4 ἀνήρ
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)1 man1 man in his prime.aπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ —διφρηλασίας O. 3.37
“ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” O. 4.26ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8
τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 “ ἀνδρὸς αἰδοίου” P. 4.29δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12
ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1
περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37
χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182
βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 “ λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72 “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.2 generally = ἄνθρωπος.aῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
“ χρήματα χρήματ' ἀνήρ” I. 2.11εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-δρῶν I. 5.57
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20
ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.b contrasted with the godsἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110
cf. O. 10.22, O. 11.10τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
( Χίρωνα)νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64
θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22
ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.3 generally, a man, anyone ὁ μὰνπλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.a c. subs.ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79
μάτρωες ἄνδρες O. 6.77
μάντιες ἄνδρες O. 8.2
ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69
ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91
ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
cf. P. 9.118b c. adj.οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96
Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7
ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80
ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93
εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66
Λακεδαι-μονίων ἀνδρῶν P. 4.257
βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41
Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
[ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.c c.τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22
]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21
κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3. -
5 τοι
τοι particle, normally in second position, often hard to differentiate from the pronoun: it implies that the point of a statement should be familiar to the listener.1 in princ. cl.,a emphasising a positive statement, esp. the point of a myth or narrative.ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24
ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοι P. 5.6
σύ τοι σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρός, ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν P. 6.19
ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.11
βοαθοῶν τοι παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν I. 7.44
“χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42
ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132
πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.b in emphatic positive statement, following impv.μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος· Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93
τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι. μέγα τοι κλέοςαἰεί, ᾧτινι O. 8.10
ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
(cf. N. 7.77)Ζεῦ πάτερ, ἀγλαίαισιν δ' ἀστυνόμοις ἐπιμεῖξαι λαόν. ἐντί τοι φίλιπποί τ αὐτόθι N. 9.32
καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ· ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει N. 10.22
(cf. N. 10.82)εἶξον, ὦ Ἀπολλωνιάς· ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I. 1.6
c in emphatic neg. statement, esp. following impv.πτερόεντα δ' ἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ ὀιστόν· οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
στάσομαι· οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής N. 5.16
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούσδε ὕμνους· ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών· οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν I. 5.56
οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.d in proverb, maxim.οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.72
καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός P. 2.72
λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85
Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἄνδρων φίλων P. 5.122
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
e affirmative, answering quest.ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ; ἐπί τοι Ἀκράγαντι τανύσαις αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ O. 2.90
τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι· τρέω τοι πόλεμον Pae. 4.40
f in wish,σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι P. 1.69
g in apodosis,εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87
εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.65
2 in subord. rel. cl. κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον ( ἅν τοι Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57 ( Πιτάναν)ἅ τοι λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.29
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 1.3 combined with other particles,aδέ τοι, ἐγὼ δέ τοι φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς O. 9.21
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.79
esp. in maxims,τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον O. 8.59
ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2.94
σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12
δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον I. 5.12
dub., † ἔστι δέ τοι χέκων κακίει καπνός ( δὲ τειχέων coni. Boeckh) fr. 185. [ μάλα δέ τοι (codd.: οἱ Boeckh) O. 10.87]bἀλλά τοι, ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων P. 3.20
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37
, cf. N. 10.82c καίτοι, καί τοι, and yet καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ ( καί τοι ποτ v. l.) I. 4.53d γάρ τοι, P. 3.85, N. 8.17, cf.ἐπεί τοι I. 2.46
e ἦ τοι, ἤ τοι, v. ἤτοι.4 ] νδε τοι οἴκοθεν fr. 6b. a. -
6 περισσός
περισσός, [dialect] Att. [full] περιττός, ή, όν, (from περί, as ἔπισσαι from ἐπί, μέτασσαι from μετά)A beyond the regular number or size, prodigious, (never in Hom.);μος Trag.Adesp.458.3
; στάθμα, dub.sens., v. ἕλκω B. 3.2 out of the common, extraordinary, strange, ἔ τι περισσὸν εἰδείη if he has any signal knowledge, Thgn.769; εἴ τι φρονεῖς καί τι περισσὸν ἔχεις Philisc.( PLG2.327);π. λόγος S.OT 841
; (lyr.); (lyr.);βίος οὐδὲν ἔχων π. ἀλλὰ πάντα σμικρά Antipho Soph.51
;οὐ γὰρ π. οὐδὲν οὐδ' ἔξω λόγου πέπονθας E.Hipp. 437
;περισσότερα παθήματα Antipho 3.4.5
;τὰ π. τῶν ἔργων καὶ τερατώδη Isoc.12.77
; ἴδια καὶ π. Id.15.145 ;π. καὶ θαυμαστά Arist.EN 1141b6
; πρᾶξις π. Id.Pol. 1312a27 ;οὐθὲν δὴ λέγοντες π. φαίνονταί τι λέγειν Id.Metaph. 1053b3
; τί π. ποιεῖτε; Ev.Matt.5.47;περιττοτάτη φύσις Arist.HA 531a9
; συνανθρωπίζον.. πάντων περισσότατον, of the dog, Ath.13.611c, cf. Clearch.24 ; in Literature, striking, τὸ περιττόν, as a quality of οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, Arist.Pol. 1265a11; τὰ σοφὰ καὶ τὰ π. refinements, Epicur.Fr. 409 ; opp. κοινὸς καὶ δημώδης, Longin.40.2 (but also, elaborate,π. καὶ πεποιημένος Id.3.4
; in bad sense, far-fetched, D.H.Pomp.2, Dem.56).3 of persons, extraordinary, remarkable, esp. for great learning,π. ὢν ἀνήρ E.Hipp. 948
;τοὺς.. π. καί τι πράσσοντας πλέον Id.Fr. 788
; δυστυχεῖς εἶναι τοὺς π. Arist.Metaph. 983a2 ;π. γένος τῶν μελιττῶν Id.GA 760a4
: freq. with the manner added,π. κατὰ φιλοσοφίαν Id.Pr. 953a10
; περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος somewhat extravagant or eccentric, Id.Pol. 1267 b24; τῇ φύσει π. Id.HA 622b6;κάλλει Plu.Demetr.2
;ἐν ἅπασι Id.Dem. 3
;τὴν ὥραν Alciphr.1.12
: c. inf., D.H.Comp.18.4 c. gen., περισσὸς ἄλλων πρός τι beyond others in.., S.El. 155; θύσει τοῦδε περισσότερα greater things than this, AP6.321 (Leon.Alex.); one greater than..,Ev.Matt.11.9
.II more than sufficient, superfluous,αἱ π. δαπάναι X.Mem.3.6.6
; περιττὸν ἔχειν to have a surplus, Id.An.7.6.31; οἱ μὲν.. περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δὲ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα .. Id.Oec.20.1 : c. gen., τῶν ἀρκούντων περιττά more than sufficient, Id.Cyr. 8.2.21;τὰ π. τῶν ἱκανῶν Id.Hier.1.19
: freq. in military sense, οἱ π. ἱππεῖς the reserve horse, Id.Eq.Mag.8.14; οἱ π. τῆς φυλακῆς ib.7.7; π. σκηναί spare tents, Id.Cyr.4.6.12 (but τοῖς περιττοῖς χρήσεσθαι their superior numbers, Id.An.4.8.11, cf. Cyr.6.3.20); τὸ π. the surplus, residue, Inscr. ap. eund.An.5.3.13 (but τὸ π. τοῦ Ἰουδαίου the advantage of the Jew, Ep.Rom.3.1); Ἁρπυιῶν τὰ π. their leavings, AP11.239 (Lucill.); τὸ π. τῆς ἡμέρας the remainder of the day, X.Eph.1.3; π. γράμματα supplementary provisions in a will, BGU 326ii9 (ii A.D.).2 in bad sense, superfluous, useless, οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ π. Emp.13 ; μόχθος π. A.Pr. 385, cf. S.Ant. 780;π. κἀνόνητα σώματα Id.Aj. 758
;βάρος π. γῆς ἀναστρωφώμενοι Id.Fr. 945
; (lyr.);τὰ γὰρ π. πανταχοῦ λυπήρ' ἔπη Id.Fr.82
; ;π. πάντες οὑν μέσῳ λόγοι E.Med. 819
;π. φωνῶν Id.Supp. 459
.3 excessive, extravagant, μηχανᾶσθαι περισσά commit extravagances, Hdt.2.32 ; περισσὰ δρᾶν, πράσσειν, to be over-busy, S.Tr. 617, Ant.68; π. φρονεῖν to be over-wise, E.Fr. 924 (anap.);ἡ π. αὕτη ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Pl.R. 407b
; μῆκος πολὺ λόγων π. Id.Lg. 645c; redundant, overdone,οἱ καρτεροὶ καὶ π. λόγοι Id.Ax. 365c
, etc.; of dress, ἐσθὴς π. Plu.2.615d;περισσοτέρα λύπη 2 Ep.Cor.2.7
; τοῦ τὰ δέοντ' ἔχειν περιττὰ μισῶ I hate extravagance in comparison with moderation, Alex.254, etc.4 of persons, over-wise, over-curious,περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα E.Hipp. 445
, cf.Ba. 429(lyr.); ὁ πολυπράγμων καὶ π. Plb.9.1.4; τὴν περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ π. Plu.Cic.8; so, of speakers,π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης Aeschin.1.119
.5 as a term of praise, subtle, acute,ἀκριβὴς καὶ π. διάνοια Arist.Top. 141b13
.III Arith., ἀριθμὸς π. an odd, uneven number, opp. ἄρτιος, Epich.170.7, Philol.5, Pl.Prt. 356e, etc.;π. ἡμέραι Hp.Aph. 4.61
; τὸ π. καὶ τὸ ἄρτιον the nature of odd and even, Pl.Grg. 451c, etc.; π. χῶραι the odd places in a verse, Heph.5.1 ; ἀρτιάκις π. ἀριθμός a number divisible by an odd number an even number of times, as 2, 6, 10, Euc.7 Def.9.IV περισσότεροι more in number, extra, Carnead. ap. S.E.M.9.140.V περιττόν, τό, = στρύχνος μανικός, θρύον 11, Thphr.HP9.11.6;περισσόν Dsc.4.73
;περίσκον Orib.12.8.56
.B Adv. περισσῶς extraordinarily, exceedingly,θεοσεβέεες π. ἐόντες Hdt.2.37
; ἐπαινέσεται π. E.Ba. 1197 (lyr.); π. παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι to have them educated overmuch, Id.Med. 295; περιττοτέρως τῶν ἄλλων far above all others, Isoc.3.44;περισσότερον τοῦ ἑνός Luc. Pr.Im.14
; alsoπερισσά Pi.N.7.43
, E.Hec. 579, etc.2 remarkably, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά more sumptuously, Hdt.2.129 ;οἴκησις π. ἐσκευασμένη Plb.1.29.7
; περιττότατα ἔχειν to be most remarkable, Arist.HA 589a31 ;κοσμουμένη π. καὶ σεμνῶς Plu.2.145e
; περισσότατα ἀνθρώπων θρησκεύειν in the most singular way, D.C.37.17; ἡδέως καὶ π. in an uncommon manner, D.H.Comp.3; εἰπεῖν στρογγύλως καὶ π. Id.Is.20 ; ἰδίως καὶ π. Plu.Thes.19 ; τὰ καινῶς ἱστορούμενα καὶ π. Id.2.30d.4 with a neg., οὐδὲν περισσὸν τούτων nothing more than or beyond these, Antipho 3.4.6 ; ; οὐδὲν π. ἢ εἰ .. no otherwise than if.., Id.Smp. 219c; περισσόν alone, furthermore, LXX Ec.12.12,al.II ἐκ περιττοῦ superfluously, uselessly, Pl.Prt. 338c, Sph. 265e ; but ὑπερέχειν ἐκ π. to be far superior, Id.Lg. 734d, cf. 802d ; ἡ κάμινος ἐκαύθη ἐκ π. Thd.Da.3.22;ἐκ π. χρησάμενος τῇ παρρησίᾳ Luc.
Pro Merc.Cond.13; cf. ὑπερεκπερισσοῦ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσός
-
7 κόπος
κόπος, ου, ὁ① a state of discomfort or distress, trouble, difficulty, a transferred sense of κόπος=‘beating’ (s. κόπτω; Trag.; pap; Ps 106:12; Sir 22:13; 1 Macc 10:15; ParJer 5:6; Jos., Ant. 2, 257; Just., D. 68, 2) κόπους (κόπον) παρέχειν τινί (cause) trouble (for) someone, bother someone (κόπους παρέχειν τινί PTebt 21, 10 [115 B.C.]; BGU 844, 12; PGissUniv 27, 13f [IIIA.D.]; PGM 14b, 4f; κόπον παρ. τινί Sir 29:4) Mt 26:10; Mk 14:6; Lk 11:7; 18:5; Gal 6:17; Hv 3, 3, 2; AcPlCor 2:34. πολλοὺς κόπους ἠντληκώς after he had endured many hardships Hs 5, 6, 2a (cp. Did.. Gen. 105, 9). W. other terms relating to a peristasis (FDanker, 2 Cor [Augsburg Comm.], ’89, 85–91; 180–86) 2 Cor 6:5 and 11:23; on 10:15 s. 2 below.② to engage in activity that is burdensome, work, labor, toil (Eur., Aristoph.; SIG 761, 6 [I B.C.]; PAmh 133, 11; POxy 1482, 6; LXX; En; TestIss 3:5; Apc4Esdr Fgm. a; ApcSed 14:2; Jos., Ant. 3, 25; 8, 244; Iren.1, 13, 5 [Harv I 122, 3]; Did., Gen. 104, 7.) sing. κ. τῆς ἀγάπης labor of love, i.e. loving service 1 Th 1:3. W. ἔργα Rv 2:2. W. ἱδρώς B 10:4. W. μόχθος (q.v.) 2 Cor 11:27; 1 Th 2:9; 2 Th 3:8; Hs 5, 6, 2b. ὁ κ. ὑμῶν οὐκ ἔστιν κενός your labor is not in vain 1 Cor 15:58. μήπως εἰς κενὸν γένηται ὁ κ. ἡμῶν that our work may not be fruitless 1 Th 3:5. Fig. of work at harvest time εἰς τὸν κ. τινὸς εἰσέρχεσθαι enter into someone’s labor i.e. reap the rewards of another person’s work J 4:38; τὸν μισθὸν λαμβάνειν κατὰ τὸν κ. receive pay in accordance w. the work done 1 Cor 3:8. ὅπου πλείων κ., πολὺ κέρδος the greater the toil, the richer the gain IPol 1:3.—Pl., of individual acts (En 7:3) 2 Cor 10:15 (6:5 and 11:23 appear to fit best under 1 above); Rv 14:13. Also abstr. for concr. reward for labor (Sir 14:15) Hm 2:4; Hs 9, 24, 2f.—AvHarnack, Κόπος (κοπιᾶν, οἱ κοπιῶντες) im frühchristl. Sprachgebr.: ZNW 27, 1928, 1–10; HKuist, Bibl. Review 16, ’31, 245–49. B. 540.—DELG s.v. κόπτω. M-M. TW. Spicq. Sv.
См. также в других словарях:
πολύμοχθος — η, ο / πολύμοχθος, ον ΝΜΑ αυτός τον οποίο αποκτά κανείς με πολύ μόχθο, που απαιτεί πολύ μόχθο, επίμοχθος, επίπονος (α. «πολύμοχθες προσπάθειες», β. «πολύμοχθο επάγγελμα» γ. «πολύμοχθος Ἀρετὰ γένει βροτείῳ», Αριστοτ.) μσν. αρχ. αυτός που μοχθεί… … Dictionary of Greek
φιλόμοχθος — ον, Α 1. φιλόπονος, εργατικός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) φιλόμοχθα με φιλοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πολύ μοχθος] … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek
μοχθώ — (I) και μοχτώ, άω (ΑΜ μοχθῶ, έω) [μόχθος] 1. κοπιάζω πολύ, καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω σε πέρας κάτι, εργάζομαι σκληρά (α. «κι αντίκρια ο κόσμος ο πολύς μοχτά στα πετροκόπια», Ζερβ. β. «μοχθεῑν δὲ βροτοῑσιν ανάγκη», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
μυριόμοχθος — μυριόμοχθος, ον (Α) αυτός που έχει μοχθήσει πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μοχθος (< μόχθος)] … Dictionary of Greek
επίμοχθος — η, ο (AM ἐπίμοχθος, ον) [μόχθος] (για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά 2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει … Dictionary of Greek
άμοχθος — η, ο (Α ἄμοχθος, ον) ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες νεοελλ. αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοπος αρχ. 1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος 2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μόχθος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί] … Dictionary of Greek
αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek