Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στάθμα

  • 1 στάθμα

    στάθμᾱ, στάθμη
    carpenter's line: fem nom /voc /acc dual
    στάθμᾱ, στάθμη
    carpenter's line: fem nom /voc sg (doric aeolic)
    στάθμᾱ, σταθμάω
    measure by rule: pres imperat act 2nd sg
    στάθμᾱ, σταθμάω
    measure by rule: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ——————
    στάθμαι, στάθμη
    carpenter's line: fem nom /voc pl
    στάθμᾱͅ, στάθμη
    carpenter's line: fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > στάθμα

  • 2 στάθμα

    στάθμα (-ας, -ᾳ, -αν.)
    a finishing line met.

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.7

    b measuring line met. στάθμας δέ τινος ( τινες coni. Sheppard)

    ἑλκόμενοι περισσᾶς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.90

    c rule met.

    πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα ( to the standard of what is due to a father, Gildersleeve) P. 6.45

    Lexicon to Pindar > στάθμα

  • 3 σταθμά

    σταθμάομαι
    measure by rule: pres subj mp 2nd sg
    σταθμάομαι
    measure by rule: pres ind mp 2nd sg (epic)
    σταθμάω
    measure by rule: pres subj mp 2nd sg
    σταθμάω
    measure by rule: pres ind mp 2nd sg (epic)
    σταθμάω
    measure by rule: pres subj act 3rd sg
    σταθμάω
    measure by rule: pres ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > σταθμά

  • 4 σταθμᾷ

    σταθμάομαι
    measure by rule: pres subj mp 2nd sg
    σταθμάομαι
    measure by rule: pres ind mp 2nd sg (epic)
    σταθμάω
    measure by rule: pres subj mp 2nd sg
    σταθμάω
    measure by rule: pres ind mp 2nd sg (epic)
    σταθμάω
    measure by rule: pres subj act 3rd sg
    σταθμάω
    measure by rule: pres ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > σταθμᾷ

  • 5 στάθμᾳ

    Βλ. λ. στάθμα

    Morphologia Graeca > στάθμᾳ

  • 6 σταθμά

    σταθμόν
    weight: neut nom /voc /acc pl
    σταθμός
    standing-place: neut nom /voc /acc pl (attic)

    Morphologia Graeca > σταθμά

  • 7 στάθμαν

    στάθμᾱν, στάθμη
    carpenter's line: fem acc sg (doric aeolic)
    στάθμᾱν, σταθμάω
    measure by rule: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    στάθμᾱν, σταθμάω
    measure by rule: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > στάθμαν

  • 8 στάθμας

    στάθμᾱς, στάθμη
    carpenter's line: fem acc pl
    στάθμᾱς, στάθμη
    carpenter's line: fem gen sg (doric aeolic)
    στάθμᾱς, σταθμάω
    measure by rule: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > στάθμας

  • 9 σταθμάσθω

    σταθμά̱σθω, σταθμάομαι
    measure by rule: pres imperat mp 3rd sg
    σταθμά̱σθω, σταθμάω
    measure by rule: pres imperat mp 3rd sg

    Morphologia Graeca > σταθμάσθω

  • 10 σταθμός

    σταθμός, , in Trag., etc., with heterocl. pl. σταθμά, S.Ph. 489, OT 1139, E.HF 999, X.Eq.4.3, etc.; σταθμοί however occurs not only in Hom. (v. infr.), but in E.Andr. 280, Or. 1474 (both lyr.):—
    A standing-place for animals, farmstead, steading, τὼ μὲν (the lions)

    ἄρ', ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Il.5.557

    , cf. 12.304;

    κατὰ σταθμοὺς δύεται 5.140

    ;

    κατὰ σ. ποιμνήϊον 2.470

    ;

    σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ 19.377

    , cf. Hes.Th. 294; sts. including the human dwelling, Od.14.504; of a swineherd's steading, ib.32; of a sheepstation, Il.5.140, 18.589, cf. E.Rh. 293; of the stable of the griffin of Oceanus, A.Pr. 398; of a deer's lair, Arist.HA 578b21, 611a20.
    2 of men, dwelling, abode, Pi.O.5.10 (pl.), P.4.76 (pl.);

    Ἀΐδα Id.O.10

    (11).92;

    οὐρανοῦ Id.I.7(6).45

    ;

    Εὐβοίας σταθμά S.Ph. 489

    , cf. PCair.Zen.344.2 (iii B.C.), BGU1185.13 (i B.C.), etc.
    3 quarters, lodgings for travellers or soldiers, Hdt.7.119, X.An.1.8.1, al., SIG880.15 (Pizus, iii A.D.), etc.; soldier's billet, PStrassb.92.4 (iii B.C.), etc.
    4 quarter of a town, PRyl.102.8 (ii A.D.).
    5 in Persia, of stations or stages on the royal road, where the king rested in travelling,

    σ. βασιλήϊοι Hdt.5.52

    , cf. 6.119, Plu.Art.25: hence in reference to Persia, of distances, a day's march (about 5 parasangs or 150 stades), X.An.1.2.10; posting-station in the desert,

    σ. καὶ φρούρια OGI701.13

    (Egypt, ii A.D., pl.).
    6 station for ships, E.Rh.43 (lyr.), Lyc. 290.
    II upright standing-post, freq. in Hom.; sts. of the bearing pillar of the roof,

    παρὰ σταθμὸν τέγεος Od.1.333

    , 8.458, 18.209;

    παρὰ σ. μεγάροιο 17.96

    , cf. 22.120, 257: in pl., E.IT49; also doorpost, Od.4.838, 17.340: pl.,

    ἀργύρεοι σ. ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ 7.89

    , cf. 10.62, Il.14.167, Hdt.1.179, S.El. 1331, E.Or. 1474 (lyr.): later, pl. σταθμά in this sense, Id.HF 999, Ar.Ach. 449, IG22.1672.70, 173, 42(1).103.94 (Epid., iv B.C.);

    σ. θυράων Theoc.24.15

    : σταθμός alone, = threshold, door, LXX4 Ki.12.9, al.
    III (

    ἵστημι A.

    IV) balance,

    γυνὴ.. σταθμὸν ἔχουσα Il.12.434

    ; ἱστᾶσι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας weigh them against silver, Hdt.2.65;

    ἐπὶ τὸν σ. ἀγαγεῖν Ar. Ra. 1365

    ; ἐς τὸν σ. ἐμβάς ib. 1407; ἕλκειν ς. weigh so much, Hdt.1.50, cf. Eup.116.
    2 weight, σίτου ς. Hdt.2.168;

    σ. ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα Id.1.14

    ; διαφέρειν ἐν τῷ ς. Hp.Aër.1: abs., in acc., ἀναθήματα ἴσα σταθμὸν τοῖσι.. equal in weight to.., Hdt.1.92; ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα two talents in or by weight, ib.50; Βαβυλώνιον σταθμὸν τάλαντον a talent, Babylonian weight, Id.3.89, cf. Th.2.13; ᾧ πλείω παρὰ τὸν ς. excess resulting from difference of standard, PCair.Zen.782 (a).141 (iii B.C.); μυρίος χρυσοῦ ς. E.Ba. 812;

    σ. [θύννου] ἦν τάλαντα ιε' Arist.HA 607b32

    ;

    νόμισμα.. ὁρισθὲν μεγέθει καὶ σταθμῷ Id.Pol. 1257a39

    .
    3 fixed standard of health, Hp.VM 9, Steril.230.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταθμός

  • 11 στάθμη

    A carpenter's line or rule, [full] ξέσσε δ' ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν [δοῦρα] Od.5.245, cf.23.197; [πελέκεας] ἐπὶ σ. ἴθ. 21.121; also

    στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει Il.15.410

    ;

    τόρνου καὶ στάθμης καὶ γνώμονος.. ἰθύτερον Thgn.805

    ; ἐπὶ σ. θεῖναι μίαν on a level, Arist.PA 657a10: prop. στάθμη was the line rubbed with chalk or red ochre, being distd. from the rule ([etym.] κανών ) by Pl.Phlb. 56c, X.Ages.10.2;

    κανόσι καὶ στάθμαις Plu.2.807d

    , etc.; λευκὴ ς., v. λευκός 11.1a: metaph., ἀτεχνῶς λευκὴ σ. εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς a white measuring-line, i.e. unable to discriminate, Pl.Chrm. 154b, cf. Plu.2.513f.
    2 παρὰ στάθμην by the rule,

    εἶμι παρὰ σ. ὀρθὴν ὁδόν Thgn.945

    , cf. 543;

    τέκτονος παρὰ σ. ἰόντος S.Fr. 474

    ; for A.Ag. 1045 v. παρά c. 11.2; κατὰ στάθμην ἵστασθαι, c. gen., in a straight line with, Democr. ap. Plu.2.929c; κατὰ σ. ἐνόησας you guessed aright, Theoc.25.194;

    ὡς ἂν ἀπὸ στάθμης D.H.Comp.23

    ;

    στάθμῃ Aret.SD2.11

    ; πρὸς στάθμῃ πέτρον τίθεσθαι, μή τι πρὸς πέτρῳ στάθμην, i.e. when facts are obstinate, do not relax your standard, Com.(?) ap.Plu.2.75f(cf. Bergk PLG3.740); στάθμα πατρῴα perh. the measure [of piety] towards his father, Pi.P.6.45; στάθμας ἑλκόμενοι περισσᾶς perh. straining at an over-exact measure, ib.2.90.
    3 verification, certification, τὰς σ. τῶν μέτρων ἀπὸ τοῦ βελτίστου ποιεῖσθαι prob. in PTeb.5.88 (ii B.C.).
    II plummet or plumbline,

    μολιβαχθής AP6.103

    (Phil.); ῥιπτεῖσθαι ἄνω κατὰ στάθμην to be thrown perpendicularly upwards, Arist.Cael. 296b24.
    III like γραμμή, the line which bounds the racecourse, goal, δραμεῖν ποτὶ στάθμαν, metaph. of man's life, Pi.N.6.7;

    παρ' οἵαν ἤλθομεν σ. βίου E. Ion 1514

    .
    IV metaph., law, rule,

    ὑπὸ στάθμᾳ νέμεσθαι Pi.Fr.1.4

    ; Υλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, i.e. according to laws of Dorian rule, Id.P.1.62.
    V δοράτων στάθμαι butt-ends, like σαυρωτῆρες, D.S.17.35, cf. PCair.Zen. 782 (a).49 (iii B.C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στάθμη

  • 12 σταθμάν

    στάθμη
    carpenter's line: fem gen pl (doric aeolic)
    σταθμάω
    measure by rule: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    σταθμάω
    measure by rule: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    σταθμάω
    measure by rule: pres part act masc nom sg (doric aeolic)
    σταθμᾶ̱ν, σταθμάω
    measure by rule: pres inf act (epic doric)
    σταθμάω
    measure by rule: pres inf act (attic doric)
    ——————
    σταθμάω
    measure by rule: pres inf act

    Morphologia Graeca > σταθμάν

  • 13 στάθμ'

    στάθμαι, στάθμη
    carpenter's line: fem nom /voc pl
    στάθμᾱͅ, στάθμη
    carpenter's line: fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > στάθμ'

  • 14 στάθμαι

    στάθμη
    carpenter's line: fem nom /voc pl
    στάθμᾱͅ, στάθμη
    carpenter's line: fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > στάθμαι

  • 15 δίκα

    δῐκᾱ (δίκα, -ας, -ᾳ, -αν; -ας.)
    a sing., right, (sense of) justice

    κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96

    κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιονP. 4.140

    ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν N. 3.29

    δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος i. e. shining with hospitable justice for all N. 4.12

    εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12

    τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5

    ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πι[στ]ὰς ἐφίλη[ς.]ν. Παρθ. 2.. πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. 1. ἐν, σὺν, παρὰ δίκ. pro adv.,

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell.) O. 6.12

    σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά I. 7.48

    b pl. decisions, judgements of right ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκαςP. 4.153 ( Αἰακὸς)

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.24

    2 manner, way νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη (sc. Ἱέρων) P. 1.50 ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3. acc. pro prep. c. gen.,

    ποτὶ δἐχθρὸν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84

    3 pro pers., Justice

    Δαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ O. 7.17

    Εὐνομία κασιγνήτα τε βαθρὸν πολίων ἀσφαλὲς Δίκα καὶ Εἰρήνα O. 13.7

    φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ P. 8.1

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε P. 8.71

    Lexicon to Pindar > δίκα

  • 16 θέμις

    θέμις (θέμις, -ιτος, -ιδος, -ιν; θέμιτες, -ίτ[ων], -ισσιν.)
    1
    a right (divinely ordained) στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς (of dolphins) ?fr. 358. esp., the rights ordained by Zeus Xenios, relating to hospitality, cf. O. 8.22 infra,

    καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8

    τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες (of Aigina: cf. θεμίξενος, ξεναρκής) I. 9.5 ] θεμις[ ?fr. 333a. 3.
    b pl. divine ordinances

    ἀγῶναδ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24

    esp. oracles, “ τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει θέμισσινP. 4.54

    Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ] ἐξαίρετον προφάταν Pae. 9.41

    v. θεμιστός.
    2 Themis, power of right order (Farnell), former wife of Zeus, mother of the ὦραι, mother of

    Εὐνομία, Δίκα, Εἰρήνα. Αἴγιναν ἔνθα σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.22

    αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15

    ( Κόρινθον)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε, Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.8

    ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ ( θέμιν Wil.: “heilige Satzung” Schr.: perhaps a reference to the aboriginal cult of Ge-Themis at Delphi, Farnell) P. 11.9

    εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31

    πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 1. ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ[ (in lemmate scholiastae post ὠκεανοῦ est θέμιδος scriptum, quod fort. in textum recipiendum est, cll. Hes., Theog. 133—5.) Pae. 8.16

    Lexicon to Pindar > θέμις

  • 17 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 18 νέμω

    νέμω (νέμεις, -ει: νέμων; νέμειν: impf. νέμε: aor. νεῖμε) coni.: med. νέμομαι, -εαι, -ονται: - όμενος.)
    a
    I act., watch (over), keep

    ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων O. 2.12

    τοῖς γὰρ (sc. παισὶ Λήδας)

    ἐπέτραπεν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων O. 10.13

    Ζεῦ πάτερ, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων O. 13.27

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον hoards I. 1.67 abs.

    ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70

    II med., cultivate, inhabitἀγρούς τε πάντας, τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαιP. 4.150 met.

    ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.27

    κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται N. 3.82

    abs. dwell,

    τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν P. 11.55

    τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (sc. οἱ Αἰγινῆται) I. 9.4
    b direct, place (sc. parts of the body) ( Ἀλκιμίδας)

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15

    ( χεῖρα· τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις (Hermann: νωμᾶ πάσαις codd. contra metr.: with which N. gave full rein) I. 2.22
    c
    I hand out, dispense of gods (sc. Ἀπόλλων)

    καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ νέμει P. 5.64

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει, Ζεὺς ὁ πάντων κύριος (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52 met.

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55

    II med. spend, pass (time)

    ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα O. 2.66

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας (sc. Διόσκουροι) N. 10.56
    d fragg. νεμε Λατο[ Πα. 7C. d. 4. ]χαν νέμειν[ Πα. 13b. 21 νέ]μομαι παρα[ (supp. Lobel: ] εομαι in marg. pap., i. e. v. l. νέομαι?) fr. 215b. 9. ] ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. dub. ν[έμ]ειν (supp. Snell) Pae. 6.176

    Lexicon to Pindar > νέμω

  • 19 οὐ

    οὐ (
    1

    οὔ O. 7.48

    :

    κοὐ P. 4.151

    )
    1 negatives vb., sent.
    a

    οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56

    ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

    οὔ μιν διώξω O. 3.45

    οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17

    ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61

    κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79

    θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42

    Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34

    σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46

    οὐ ψεύσομ O. 13.52

    οὐ χρὴ O. 13.94

    οὐ φθίνει P. 1.94

    οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83

    οὐκ ἔμειν P. 3.16

    οὐχ ἅπτεται P. 3.29

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82

    οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86

    οὐ πρέπειP. 4.147

    οὐκ ἐόλει P. 4.233

    οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37

    τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76

    τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 οὐ κεχείμανταιP. 9.32

    οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37

    οὐ φαίνεται P. 12.29

    οὐκ ἔραμαι N. 1.31

    οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15

    τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    οὐ νέοντ N. 4.77

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1

    οὐ σπανίζει N. 6.31

    οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56

    οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60

    οὐ μέμψεται N. 7.64

    χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45

    οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47

    οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50

    οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89

    οὐχ ἕπεται N. 11.43

    οὐ φράζεται I. 1.68

    οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20

    οὐ κατελέγχει I. 3.14

    οὐ φείσατο I. 6.33

    γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν

    πραπίδες I. 8.30

    οὐ κατέφθινε I. 8.46

    οὐ κατελέγχει I. 8.65

    οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.

    οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28

    οὐ τόλμα Pae. 6.94

    οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6

    ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.
    b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45

    οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26

    κοὔ με πονεῖ ἀλλὰP. 4.151

    ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27

    P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49

    οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127

    c

    οὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49

    οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.
    d οὐ γε, qualifying subord. cl.

    πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28

    2 combined with other neg.

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63

    κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

    οὔ τι οὐδὲ μὰνP. 4.87

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54

    οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16

    Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37

    ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3

    ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68

    ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40

    ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6

    οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33

    πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25

    τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5

    οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    3
    a c. part.

    κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96

    ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19

    ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71

    οὐκ ἐρίζων P. 4.285

    οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80

    οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    b c. adj.

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81

    χόλον οὐ φατὸν O. 6.37

    οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86

    οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104

    μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106

    χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59

    χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.

    οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5

    οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλωνP. 4.118σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖνP. 9.42

    λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20

    ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30

    θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23

    οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21

    πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14

    ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5

    οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49

    οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76

    οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45

    ἁνία τ

    ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15

    οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12

    οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30

    ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22

    ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37

    ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70

    ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.
    4 c. subs.

    πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18

    θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287

    ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.
    5 c. adv.
    a

    ὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36

    οὐχ ὁμῶς I. 3.6

    b

    οὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27

    οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    c οὐκ ἔτι (cf. οὐκέτι)

    ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες, βιασθέντες λύᾳ N. 9.14

    6 c. prep., in meiosis.

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45

    ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7

    οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32

    οὐ κατ' αἶσανP. 4.107

    οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76

    οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21

    αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19

    οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20

    οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.
    7 c. inf.

    χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88

    8
    a οὔπω, v. πω.
    b

    οὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12

    οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16

    οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπινI. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.
    c οὔ τις, (cf. οὔτις)

    πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31

    , cf. O. 12.7

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον

    ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25

    cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95
    d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰνP. 4.87
    9 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3.

    Lexicon to Pindar > οὐ

  • 20 ὑπερβαίνω

    Lexicon to Pindar > ὑπερβαίνω

См. также в других словарях:

  • στάθμα — στάθμᾱ , στάθμη carpenter s line fem nom/voc/acc dual στάθμᾱ , στάθμη carpenter s line fem nom/voc sg (doric aeolic) στάθμᾱ , σταθμάω measure by rule pres imperat act 2nd sg στάθμᾱ , σταθμάω measure by rule imperf ind act 3rd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμά — τα / σταθμά, ΝΜΑ, εν. σταθμόν, τὸ, Α στερεά σώματα από μέταλλο που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση τής μάζας ή τού βάρους, με αποτυπωμένη επάνω τους την ένδειξη τού ονομαστικού τους βάρους, βαρίδια, ζύγια νεοελλ. φρ. «έχει δύο μέτρα και δύο… …   Dictionary of Greek

  • σταθμά — τα 1. μέτρα βάρους με τα οποία γίνεται η μέτρηση του βάρους στη ζυγαριά, ζύγια. 2. φρ., «Έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά», δεν εκτιμά με τα ίδια κριτήρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στάθμᾳ — στάθμαι , στάθμη carpenter s line fem nom/voc pl στάθμᾱͅ , στάθμη carpenter s line fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμᾷ — σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 2nd sg σταθμάομαι measure by rule pres ind mp 2nd sg (epic) σταθμάω measure by rule pres subj mp 2nd sg σταθμάω measure by rule pres ind mp 2nd sg (epic) σταθμάω measure by rule pres subj act 3rd sg σταθμάω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμά — σταθμόν weight neut nom/voc/acc pl σταθμός standing place neut nom/voc/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάθμαν — στάθμᾱν , στάθμη carpenter s line fem acc sg (doric aeolic) στάθμᾱν , σταθμάω measure by rule imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στάθμᾱν , σταθμάω measure by rule imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάθμας — στάθμᾱς , στάθμη carpenter s line fem acc pl στάθμᾱς , στάθμη carpenter s line fem gen sg (doric aeolic) στάθμᾱς , σταθμάω measure by rule imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμάσθω — σταθμά̱σθω , σταθμάομαι measure by rule pres imperat mp 3rd sg σταθμά̱σθω , σταθμάω measure by rule pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύγι — και ζύγιο, το (AM ζύγιον, Μ και ζύγιν και ζυγίν) 1. η εξακρίβωση και ο καθορισμός με σταθμά τού βάρους ενός σώματος, ζύγισμα, ζύγιασμα, ζυγοστάθμιση 2. στον πληθ. τα ζύγια ή ζυγά τα εγκάρσια καθίσματα που ενώνουν τις απέναντι πλευρές πλοίου ή… …   Dictionary of Greek

  • τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»