Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἈΛΚή

См. также в других словарях:

  • άλκη — άλκη, η και αλκή, η είδος μεγάλου ελαφιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀλκῇ — Ἀλκή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκή — strength fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλκη — elk fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλκῃ — ἄλκη elk fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… …   Dictionary of Greek

  • αλκή — η σωματική και ψυχική δύναμη: Στα περσικά στίφη οι Έλληνες αντέταξαν την αλκή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλκῇ — ἀλκάζω put forth strength fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀλκάζω put forth strength fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλκή strength fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλκη ή αλκή — Γένος μηρυκαστικών θηλαστικών της οικογένειας των ελαφιδών. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των διαφόρων ειδών ά. είναι το μεγάλο ανάστημα, γύρω στα δύο και πλέον μέτρα στο ακρώμιο, πόδια και ρύγχος μακριά σε σχέση με το σώμα και τον λαιμό, τρίχωμα …   Dictionary of Greek

  • άλκη — η Ζωολ. το μεγαλύτερο σύγχρονο ελάφι. Ανήκει στην τάξη Αρτιοδάχτυλα (Μηρυκαστικά), στην οικογένεια Cervidae και την υποοικογένεια Cervinae. Πρόκειται για το μοναδικό είδος τού γένους Alces. Είναι ογκώδες, με μακριά πόδια και κοντό λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»