Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πίπτοντα

См. также в других словарях:

  • πίπτοντα — πί̱πτοντα , πίπτω Exc. ex libris Herodiani pres part act neut nom/voc/acc pl πί̱πτοντα , πίπτω Exc. ex libris Herodiani pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπηξις — ήξεως, ἡ, Α [περιπήγνυμι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπήγνυμι, το πήξιμο γύρω από κάτι («τά τε ὄρνεα ἁλίσκεται... παραχρῆμα πίπτοντα διὰ τὴν περίπηξιν τῶν ἁλῶν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • πυρίβιος — και πυρόβιος, ον, Α 1. αυτός που ζει μέσα στη φωτιά ή κοντά στη φωτιά («πυρίβια ζῷα», Διογ. Λαέρ.) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῡρ πίπτοντα ζῳΰφια». [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + βίος (πρβλ. νυκτί βίος, ορεσί βιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»