-
1 πρότερος
A [comp] Comp. [full] πρότερος, α, ον,I of Place, before, in front, π. πόδες the fore-feet, Od.19.228; π. ἵπποι horses in front, B.5.43:— but mostly,II of Time, former, earlier,ἄνδρες Il.21.405
;ἄνθρωποι 5.637
, 23.332; οἱ π. men of former times, 4.308 (rarely without Art., A.Ag. 1338 (anap.), etc.);οὗτος δὲ προτέρης γενεῆς π. τ' ἀνθρώπων Il.23.790
: also, older, opp. ὁπλότερος, 2.707, etc.; γενεῇ π. 15.182; but παῖδες π. children by the first or a former marriage, Od.15.22;παῖδες ἐκ τῆς π. γυναικός Hdt.7.2
; τῇ προτέρῃ (sc. ἡμέρᾳ) on the day before, Od.16.50; ἠοῖ τῇ π. Il.13.794 (in Prose more freq. τῇ προτεραίᾳ, cf. προτεραῖος); τοῦ π. ἐνιαυτοῦ the year before, IG12.352.11; τοῖς π. Παναθηναίοις the preceding P., ib.57.8; τὰ π. what has preceded, Plot.3.2.8:—freq. used predicatively, sts. where we should expect the Adv. (which is never used by Hom.),ὅ με π. κάκ' ἔοργε Il.
3.351, cf. 16.569, Hes.Op. 708, etc.;σπονδὰς οὐ λύσετε πρότεροι Th.1.123
; οἱ π. ἐπιόντες ibid.;τοῖς π. μετὰ Κύρου ἀναβᾶσι X.An.1.4.12
, cf. IG22.1.7;εἰ μὴ π. ἑωράκη αὐτὸν ἢ ἐκεῖνος ἐμέ Pl.R. 336d
, cf. 432c, etc.;ὅτι εἴη π. ὑπὸ ἐκείνων ἠδικημένος
PCair.Zēn.288.9
(iii B.C.).2 as regular [comp] Comp., c. gen.,ἐμέο πρότερος Il.10.124
;π. τούτων Hdt.1.168
, cf. Pl.Phd. 86b, Hp.Ma. 282d;τὰς γυναῖκας μὴ ἀπιέναι προτέρας τῶν ἀνδρῶν IG12(5).593.19
(Iulis, v B.C.); τῇ π. ἡμέρᾳ τῆς τροπῆς the day before.., Arist.Pol. 1316a16;προτέρᾳ εἰδυῶν Ὀκτωμβρίων IG7.2225.14
(Thisbe, Senatus Consultum, ii B.C.); τῷ π. ἔτει Παναθηναίων τῶν μεγάλων ib.22.212.27;τῷ π. ἔτει τῆς ἥττης Plb.2.43.6
: folld. by ἤ, τῷ προτέρῳ ἔτεϊ ἢ τὸν κρητῆρα [ἐληΐσαντο] Hdt.3.47.III of Rank, Worth, and generally of Precedence, superior, τῷ γένει, τῇ δυνάμει, Is.1.17, D.3.15; π. τινὸς πρός τι superior to him in.., Pl.La. 183b; π. τι ἄγειν, π. ποιήσασθαι τὰ σὰ πράγματα, Lib.Or.58.36,52.1.IV after Hom., neut. πρότερον freq. as Adv., before, earlier, Pi.O.13.31, Hdt.4.45, IG12.374.265, etc.; ὀλίγον π. Pl.Prt. 317e: c. gen.,π. φήμης A.Th. 866
(anap.);ὀλίγῳ τι π. τούτων Hdt.8.95
; πολλοῖσι ἔτεσι π. τούτων ib.96;ἐνιαυτῷ π. τῆς ἁλώσεως D.9.60
; also πρὸ τῶν Περσικῶν δέκα ἔτεσι π. Pl.Lg. 642d, cf. Criti. 112a; τούτου π. Paus.1.1.2: most freq. folld. byἤ, π. ἢ κατὰ τὴν προσδοκίαν Pl.Sph. 264b
; alsoμὴ π. ἀπαναστῆναι ἢ ἐξέλωσι Hdt.9.87
, cf. 7.54, Antipho 2.1.2, Th.7.63, etc.: with inf.,π. ἢ βασιλεῦσαι Hdt.7.2
, cf. Th.1.69, etc.: folld. by πρίν, Hdt.1.82; by πρὶν ἄν, ib. 140; by πρὶν ἤ with vb. in Indic., Id.6.45, 8.8, or Subj., 7.8.β (v.l. πρὶν ἂν ἢ), 9.93; alsoοὐ π. εἰ μὴ.. Plu.Lys.10
, etc.; οὐ π. ἕως.. , or ἕως ἂν.., Lys.12.71, Ath.14.640c;μὴ π., ἀλλ' ὅταν.. Plb.9.13.3
: also used with the Art., τὸ π. Pl.R. 522a, X.An.4.4.14, etc. ( τὸ π., also, for the first time, Ep. Gal.4.13): c. gen.,τὸ π. τῶν ἀνδρῶν τούτων Hdt.2.144
: the Adv. is freq. put between Art. and Subst.,ὁ π. βασιλεύς Id.1.84
;τὰ π. ἀδικήματα Id.6.87
;αἱ π. ἁμαρτίαι Ar.Eq. 1355
, etc.I as Adj.,1 of Place, foremost,πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα Od.18.379
; ἐν πρώτοις, μετὰ πρώτοισι alone, Il.19.424, 11.64; πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ, 15.340, 17.380; τῆς πρώτης τάττειν (sc. τάξεως) Isoc. 12.180, cf. Lys.16.15, etc.; ἐν π. ῥυμῷ at the front or end of the pole, Il.6.40, 16.371; πρώτῃσι θύρῃσιν at the outermost doors, 22.66; π. ξύλον the front bench, Ar.Ach.25, Poll.4.121, etc.; οἱ π. πόδες, like πρόσθιοι, Id.1.193.2 of Time, στάντα πρὸς π. ἕω looking towards first dawn, S.OC 477;περὶ π. νύκτα Poll.1.70
.3 of Order, serving as ordinal to εἷς, ἄεθλα θῆκε.. τῷ πρώτῳ· ἀτὰρ αὖ τῷ δευτέρῳ.., αὐτὰρ τῷ τριτάτῳ.., κτλ., Il.23.265, cf. 6.179; opp. ὕστατος, 2.281, 5.703, etc.; opp. τελευταῖος, A.Ag. 314; opp. τανύστατος, Od. 9.449;πρῶτοι πάντων ἀνθρώπων Hdt.2.2
;τὰ π. τῶν ὀνομάτων Pl.Cra. 421d
;τῇ π. τῶν ἡμερέων Hdt.7.168
, etc.;π. ἄξων IG12.115.10
; ἐπὶ τοῦ π. [ἱερείου] first-offered, X.An.4.3.9; ἐν τοῖς π. λόγοις in the earlier books, Arist.Ph. 263a11, al.; ἐν πρώτοις among the first, Is.7.40; hence, above all, especially, Hdt.8.69, Pl.R. 522c; in [dialect] Att., ἐν τοῖς πρῶτοι (v. ὁ, ἡ, τό A.
VIII. 6):—freq. used predicatively of being the first to do something,Νέστωρ πρῶτος κτύπον ἄϊε Il.10.532
;πρῶτος ἀνατέλλει Eratosth.Cal.42
;εἴθε π. σοι ἐνέτυχον Luc.Tyr.21
.b Philos., first in order of existence, primary,αἱ π. οὐσίαι Arist.Cat. 2b26
, cf. Metaph. 1032b2; π. ὕλη, π. φιλοσοφία, ib. 1015a7, 1061b19; primitive, simple, οἰκία π., ἡ π. πόλις, Id.Pol. 1252b10, 1291a17; ἡ π. κοινωνία ib. 1257a19; ἡ π. ὀλιγαρχία ib. 1293a14; ὁ π. συλλογισμός normal, typical, Id.Rh. 1357a17; τὰ π. σώματα, μόρια,= τὰ ὁμοιομερῆ, Gal.5.673,674; πρῶτα κατὰ φύσιν, e.g. health, perception, Stoic.3.34; τὰ π. πάθη ib.92; αἱ π. ἀρεταί ib.64.c Math., πρῶτοι ἀριθμοί prime numbers, Euc.7 Def.11,12; but also, first numbers (= 1 to 100,000,000) in the notation of Archim., Aren.3.2.d πρῶτος is sts. used where we should expectπρότερος, Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Il.13.502
, cf. 18.92: in late Greek folld. by gen.,πρῶτός μου ἦν Ev.Jo.1.15
,30, cf. 15.18;οἱ πρῶτοί μου ταῦτα ἀνιχνεύσαντες Ael.NA 8.12
;πρώτη εὕρηται ἡ περὶ τοὺς πόδας κίνησις τῆς διὰ τῶν χειρῶν Ath. 14.630c
; , 4.404; ἀλόχου πρῶτος before his wife, IG12(5).590.5 (vi (?) A.D.).4 of Rank or Dignity, μετὰ πρώτοισιν among the first men of the state, Od.6.60, etc.;νομίσαντες πρῶτοι ἂν εἶναι Th.6.28
; διαβάλλειν τοὺς π. X.An.2.6.26, cf. Arist.Pol. 1266a18;αἱ π. πόλεις Th. 2.8
;ὁ π. ἄρχων IG12(3).481.10
([place name] Thera), CIG 2837 ([place name] Aphrodisias); ὁ π. τῆς πόλεως, as a title, IG12(5).292.2 ([place name] Paros);ὁ π. τῆς νήσου Act.Ap.28.7
; τῶν π. φίλων, title at the Ptolemaic court, PTeb.31.15 (ii B.C.), etc.; τῶν π., as military title, PHib.1.110.72 (iii B.C.), PPetr.3p.23 (iii B.C.), PTeb. 815 Fr.4.23,al.(iii B.C.): c. gen.,ἐν πρώτοισι Μυκηναίων Il.15.643
;οἱ π. στρατοῦ S.Ph. 1305
, cf. E.Hec. 304, etc.: c. dat. modi, ἀρετῇ π., οἱ π. καὶ χρήμασι καὶ γένει, πλούτῳ π. τῶν Ἑλλήνων, etc., S.Ph. 1425, Th.3.65, Isoc.16.31, etc.;π. ἐν συμφοραῖς βίου S.OT33
.II as Subst. in neut. pl. πρῶτα, τά,1 (sc. ἆθλα), first prize,τὰ π. λαβών Il.23.275
;τὰ π. δόρει κρατύνων S.OC 1313
;ἔχειν πρῶτα κυναγεσίας AP6.118
(Antip.);τὰ π. φέρεσθαι D.C.42.57
, etc.2 first part, beginning, τῆς Ἰλιάδος τὰ π. Pl.R. 392e; ἐν τοῖς π. Id.Smp. 221d;τὸ π. τοῦ ᾄσματος Id.Prt. 343c
.3 first, highest, in degree, τὰ π. τᾶς λιμῶ ([dialect] Dor. ) the extremities of famine, Ar.Ach. 743 (nisi leg. ἄπρατα); ἐχέτωσαν τὰ π. τῆς εὐδαιμονίας Luc.Cont.10
;ἐς τὰ π. τιμᾶσθαι Th.3.39
, cf. 56; φρενῶν ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ π. οὔκω ἀνήκω I have not yet come to the highest development of my judgment, Hdt.7.13, cf. D.C.38.22; of persons, ἐὼν τῶν Ἐρετριέων τὰ π. Hdt. 6.100; Λάμπων.. Αἰγινητέων < ἐὼν> τὰ π. Id.9.78, cf. E.Med. 917; ἐστὶν τὰ π. τῆς ἐκεῖ μοχθηρίας (of a person) Ar.Ra. 421.4 Philos., primary things, elements, Emp.38.1, Arist.GC 335a29;τὰ π. αἴτια Id.Mete. 338a20
; alsoτὸ π. ἐνυπάρχον ἑκάστῳ Id.Ph. 193a10
.5 in Logic, the first undemonstrable propositions, on which all future conclusions rest, Id.Top. 100b18;τὰ π. ἀναπόδεικτα Id.APo. 71b26
.III in Adverbial phrases,1 τὴν πρώτην (sc. ὥραν, ὁδόν) first, for the present, just now, Hdt.3.134, Ar. Th. 662, D.3.2, Arist.Metaph. 1038a35, etc.;τὴν πρώτην εἶναι Hdt.1.153
.2 with Preps., ἀπὸ πρώτης (sc. ἀρχῆς) Antipho 5.56, Th.1.77;ἀπὸ τῆς π. εὐθύς Luc.Hist.Conscr.1
; ἐκ π. Babr.45.14;κατὰ πρώτας Pl.Plt. 292b
, D.C.52.19;κατὰ τὴν π. εὐθύς Id.62.3
; παρὰ τὴν π. the first time, opp. ἐπὶ τῆς δευτέρας, Philostr.VA 1.22.3 freq. as Adv. in neut. sg. and pl., πρῶτον, πρῶτα,a first, in the first place, πρῶτόν τε καὶ ὕστατον (vulg. ὕστερον) Hes.Th. 34;π. μὲν.., δεύτερον αὖ.., τὸ τρίτον αὖ.. Il.6.179
; τί π. τοι ἔπειτα, τί δ' ὑστάτιον καταλέξω; Od.9.14;Κύπριδα μὲν πρῶτα.., αὐτὰρ ἔπειτ'.. Il.5.458
;οὐρῆας μὲν π. ἐπῴχετο.., αὐτὰρ ἔπειτα.. 1.50
;π. μὲν.., ἔπειτα δὲ.. S.OC 632
, X.Cyr.2.1.2,23, An.5.6.7-8, Hier.11.8, etc.;π. μὲν.., ἔπειτα.. Pl.Phd. 89a
, etc.;π. μὲν.., ἔπειτα δεύτερον.., τρίτον δὲ.. Aeschin.1.7
;π. μὲν.., εἶτα.. Pl.Phlb. 15b
;π. μὲν.., εἶτα δὲ.. X. An.1.2.16
;π. μὲν.., εἶτα.., ἔτι δὲ.. Id.Mem.1.2.1
;π. μὲν..,.. δὲ αὖ.. Pl.Lg. 935a
;π. μὲν.., ἔτι δὲ.. Lys.4.10
, etc.;π. μὲν.., ἔτι τοίνυν.. D.44.57
; freq. answered only by δέ, Id.9.48, etc.; sts. the answering clause must be supplied, A.Ag. 810, D.7.7, etc.: alsoπρῶτον μὲν.. δεύτερον μήν.. Pl.Phlb. 66a
: alsoπρῶτα μὲν.., ἔπειτα.. S.Tr. 616
, Ar.Pl. 728;πρῶτα μὲν.., ἔπειτα.., εἶτα.. E.Med. 548
;πρῶτα μὲν..,.. δὲ.. A.Pr. 447
; πρῶτα μὲν.., ἔπειτα δὲ.. X HG7.1.7, cf. S. Ph. 919; ἐπεί σε πρῶτα κιχάνω since my first meeting is with you, Od. 13.228, cf. 7.53, Il.8.274: also τὸ πρῶτον, first, in the first place, at the beginning,ὡς τὸ π. ὑπέστην καὶ κατένευσα 4.267
;οὕνεκά σ' οὐ τὸ π., ἐπεὶ ἴδον, ὧδ' ἀγάπησα Od.23.214
. cf. Il.3.443, 6.345, Pi.P.9.41, N.3.49; τὸ μὲν οὖν π. Pl.Prt. 333d, etc.; τὸ π..., μετὰ ταῦτα..D 1.12: also τὰ π., Il.1.6, Od.1.257, etc.;πόντῳ μὲν τὰ π..., αὐτὰρ ἔπειτα.. Il.4.424
;τὰ π. μὲν.., ὡς δὲ.. A.Pers. 412
;τὰ π..., τέλος δὲ.. S.Fr.149.5
, cf. 966.b too early, before the time, ἦ τ' ἄρα καὶ σοὶ πρῶτα (v.l. for πρωΐ)παραστήσεσθαι ἔμελλε Μοῖρ' ὀλοή Od.24.28
.c = πρότερον, before,ἢν.. πρῶτον ἀπόλωμαι κακῶς Ar.Ec. 1079
;π. οὐδ' ὑφ' ἑνὸς.. κρατηθέντες X.HG5.4.1
; θάλασσα π. ἦν ἢ γενέσθαι γῆν v.l. in Heraclit.31;λόγῳ π. ἢ τοῖς ἔργοις Arist.Rh.Al. 1420b28
;οὐ π. αὐτὴν ἀπέκτειναν πρὶν ἢ ἀπεκύησεν Ael.VH5.18
;π. συμμελετᾶν ἢ μελετᾶν μαθέτω AP12.206
(Strat.).d first, for the first time,οὐ.. νῦν πρῶτα ποδώκεος ἄντ' Ἀχιλῆος στήσομαι Il.20.89
;οὐ νῦν πρῶτον, ἀλλὰ καὶ πάλαι S.Ph. 966
;ἐνταῦθα πρῶτον ἔφαγον X.An.2.3.16
.e πρῶτον, πρῶτα are used after the relat. Pron. and after relat.Advbs., like Engl. once (= at all),οὐδ' ἐνοσίχθων λήθετ' ἀπειλάων, τὰς.. Ὀδυσῆϊ π. ἐπηπείλησε Od.13.127
, cf. 3.320, 10.328, 13.133, Il. 1.319, 19.136; μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν.. ἐπὴν τὰ π. γένηται when once he is born, 6.489, cf. Od.3.183, 4.13, 414;οὔτε.. Λυκίους ἐδύναντο τείχεος ἂψ ὤσασθαι, ἐπεὶ τὰ π. πέλασθεν Il.12.420
, cf. Od.11.106, 221; also ἐπεὶ τὸ (or τὰ) π. now that.., ἀλλ' ἐπεὶ οὖν τὸ π. ἀνέκραγον, οὐκ ἐπικεύσω now that I have spoken up, 14.467;τὸ μὲν οὔ ποτε φύλλα καὶ ὄζους φύσει, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπε Il.1.235
, cf. 276, 19.9: c. part., τῷ ῥ' Αἴας τὸ π. ἐφεζόμενος μέγ' ἀάσθη (the rock) on which once seatedA blasphemed, Od.4.509: the sense as soon as is never necessary in Hom., but is possible in Od.4.414, 19.355; δινέμεν εὖτ' ἂν πρῶτα φανῇ σθένος Ὠαρίωνος when once (or perh., as soon as), Hes.Op. 598; ὅπως τις πρῶτα γένοιτο πάντας ἀποκρύπτεσκε as soon as each was born, Id.Th. 156; ὡς τὸ π. X.An.7.8.14;τότ' εὐθὺς.., ὅτε πρῶτον εἶδον D.18.141
; αὖθίς με ἀνερέσθαι ὅταν ἐντύχῃς πρῶτον the first time you meet me, Pl.Ly. 211b;ἐὰν μάθω γε πρῶτον.. τί λέγεις Id.R. 338c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρότερος
-
2 μέγας
μέγᾰς, μεγάλη [pron. full] [ᾰ], me/ga?μέγαςX, gen. μεγάλου, ης, ου, dat. μεγάλῳ, ῃ, ῳ, acc. μέγᾰν, μεγάλην, μέγᾰ; dual μεγάλω, α, w; pl. μεγάλοι, μεγάλαι, μεγάλα, etc.: the stem μεγάλο- is never used in sg. nom. and acc. masc. and neut., and only once in voc. masc.,I big, of bodily size: freq. of stature,εἶδος.. μ. ἦν ὁράασθαι Od.18.4
;κεῖτο μ. μεγαλωστί Il.16.776
;ἠΰς τε μ. τε Od.9
. 508; φῶτα μέγαν καὶ καλόν ib. 513;καλή τε μεγάλη τε 15.418
;κάρτα μεγάλη καὶ εὐειδής Hdt.3.1
; φύσιν τίν' εἶχε φράζε; Answ. .b full-grown, of age as shown by stature,νῦν δ' ὅτε δὴ μ. εἰμί Od.2.314
; (anap.); later, elder of two persons of the same name, Wilcken Chr. 305 (iii B. C.);Σκιπίων ὁ μ. Plb.18.35.9
.c of animals, μ. ἵπποι, βοῦς, σῦς, Il.2.839, 18.559, Od.19.439;αἰετός Pi.I.6(5).50
.2 generally, vast, high, οὐρανός, ὄρος, πύργος, Il.1.497, 16.297, 6.386; wide, πέλαγος, λαῖτμα θαλάσσης, Od.3.179, 5.174; long, ἠϊών, αἰγιαλός, Il.12.31,2.210: sts. opp.ὀλίγος, κῦμα οὔτε μέγ' οὔτ' ὀ. Od.10.94
; but usu. opp. μικρός orσμικρός, πρὸς ἑαυτὸ ἕκαστον καὶ μ. καὶ σμικρόν Anaxag. 3
;τὸ ἄπειρον ἐκ μεγάλου καὶ μικροῦ Arist.Metaph. 987b26
, etc.II of quality or degree, great, mighty, freq. epith. of gods,ὁ μ. Ζεύς A. Supp. 1052
(lyr.), etc.; μεγάλα θεά, of Demeter and Persephone, S. OC 683 (lyr.); θεοὶ μεγάλοι, of the Cabiri, IG12(8).71 ([place name] Imbros), etc.; Μήτηρ μ., of Cybele, SIG1014.83 (Erythrae, iii B. C.), 1138.3 (Delos, ii B. C.);Μήτηρ θεῶν μ. OGI540.6
([place name] Pessinus), etc.;Ἴσιδος μ. μητρὸς θεῶν PStrassb.81.14
(ii B.C.);μ. ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων Act.Ap.19.28
; τίς θεὸς μ. ὡς ὁ θεὸς ἡμῶν; LXX Ps.76(77).13;ὁ μ. θεός Ep.Tit.2.13
; of men,μ. ἠδὲ κραταιός Od.18.382
;ὀλίγος καὶ μ. Callin.1.17
, etc.; μέγας ηὐξήθη rose to greatness, D.2.5; ἤρθη μ. ib.8; βασιλεὺς ὁ μ., i. e. the King of Persia, Hdt.1.188, etc. (θεῶν β. ὁ μ., of Zeus, Pi.O. 7.34);βασιλεὺς μ. A.Pers.24
(anap.); as a title of special monarchs,Ἀρδιαῖος ὁ μ. Pl.R. 615c
;ὁ μ. Ἀλέξανδρος Ath.1.3d
;ὁ μ. ἐπικληθεὶς Ἀντίοχος Plb.4.2.7
, etc.;μ. φίλος E.Med. 549
;πλούτῳ τε κἀνδρείᾳ μ. Id.Tr. 674
;ἐπὶ μέγα ἦλθεν ἰσχύος Th.2.97
.2 strong, of the elements, etc., ἄνεμος, λαῖλαψ, Ζέφυρος, Od.19.200, 12.408, 14.458; of properties, passions, qualities, feelings, etc., of men, θάρσος, πένθος, ποθή, etc., 9.381, Il.1.254, 11.471, etc.;ἀρετή Od.24.193
, Pi. O.8.5;θυμός Il.9.496
, E.Or. 702;κλέος Il.6.446
;ἄχος 9.9
;πυρετός Ev.Luc.4.38
(incorrect acc. to Gal.7.275); ἡ μ. νοῦσος epilepsy, Hp. Epid.6.6.5, cf. Gal.17(2).341.3 of sounds, great, loud, ἀλαλητός, ἰαχή, πάταγος, ὀρυμαγδός, Il.12.138, 15.384, 21.9, 256; θόρυβοι, κωκυτός, S.Aj. 142 (anap.), E.Med. 1176; ;μὴ φώνει μέγα S.Ph. 574
.4 generally, great, mighty,ὅρκος Il.19.113
; ὄλβος, τιμά, Pi.O.1.56, P.4.148; μ. λόγος, μῦθος, a great story, rumour, A.Pr. 732, S.Aj. 226 (lyr.); ἐρώτημα a big, i. e. difficult, question, Pl.Euthd. 275d, Hp.Ma. 287b; weighty, important,τόδε μεῖζον Od.16.291
; μέγα ποιέεσθαί τι to esteem of great importance, Hdt.3.42, cf. 9.111;μέγα γενέσθαι εἴς τι X.HG7.5.6
;μ. ὑπάρχειν πρός τι Id.Mem.2.3.4
;μέγα διαφέρειν εἴς τι Pl.Lg. 78o
c; οὐκ ἂν εἴη παρὰ μέγα τὸ δικολογεῖν not of great importance, Phld.Rh.2.85 S.; τὸ δὲ μέγιστον and what is most important, Th.4.70, cf. 1.142; οἱ μέγιστοι καιροί the most pressing emergencies, D.20.44; μ. ὠνησάμενοι χρημάτων for large sums, Plb. 4.50.3, etc.5 with a bad sense, over-great, μέγα εἰπεῖν to speak big, and so provoke divine wrath, Od.22.288;λίην μέγα εἶπες 3.227
, 16.243;μέγα ἔργον 3.261
, Pi.N.10.64;ἔργων μ. A.Ag. 1546
(anap.);ὠμὸν τὸ βούλευμα καὶ μ. Th.3.36
; ἔπος μ., μ. λόγοι, S.Aj. 423 (lyr.), Ant. 1350 (anap.); μ. γλῶσσα ib. 127 (anap.);μηδὲν μέγ' εἴπῃς Id.Aj. 386
;μὴ μέγα λέγε Pl.Phd. 95b
;μὴ μεγάλα λίαν λέγε Ar.Ra. 835
;μέγα φρονεῖν S.OT 1078
, E.Hipp.6;μεγάλα φρονεῖν Ar.Ach. 988
; μεγάλα, μεῖζον ἢ δικαίως πνεῖν, E.Andr. 189, A.Ag. 376 (lyr.);μέγα τι παθεῖν X.An.5.8.17
; .6 of style. impressive, Demetr.Eloc. 278; μεῖζον more striking, ib. 103.7 of days, long, Gal.12.714.B Adv. μεγάλως [ᾰ] greatly, mightily, Od.16.432, Hes.Th. 429, Hdt.1.16,30, al., X.Cyr.8.2.10, Parth.28.1, etc.; strengthd.,μάλα μ. Il.17.723
;δμαθέντες μ. A.Pers. 907
(lyr.); with Adjs., Hdt. 1.4, 7.190.II more freq. neut. sg. μέγα as Adv., very much, exceedingly, μ. χαῖρε all hail!, v. l. for μάλα in Od.24.402; esp. with Verbs expressing strong feeling,μ. κεν κεχαροίατο Il.1.256
;μ. κήδεται 2.27
, etc.: with Verbs expressing power, might,μ. πάντων.. κρατέει 1.78
;ὃς μ. πάντων.. ἤνασσε 10.32
;πατρὸς μ. δυναμένοιο Od.1.276
, cf. Hom.Epigr.15.1, A.Eu. 950 (anap.), E.Hel. 1358 (lyr.), Ar.Ra. 141, Pl.R. 366a;μ. δύνασθαι παρά τινι Th.2.29
;πλουτέειν μ. Hdt.1.32
; or those expressing sound, loudly, μ. ἰάχειν, ἀῧσαι, βοῆσαι, εὔξασθαι, ἀμβῶσαι, Il.2.333, 14.147, 17.334, Od.17.239, Hdt.1.8 (also pl.,μεγάλ' εὔχετο Il.1.450
; μ. αὐδήσαντος, μ. ἤπυεν, Od.4.505, 9.399): strengthd.,μάλα μ. Il.15.321
;μ. δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων 5.838
, etc.: so in Trag. with all kinds of Verbs, μ. στένειν, σθένειν, χλίειν, A.Ag. 711 (lyr.), 938, Ch. 137: also in pl.,μεγάλα.. δυστυχεῖς Id.Eu. 791
(lyr.).2 of Space, far,μέγα προθορών Il.14.363
; ἄνευθε μέγα far away, 22.88; .3 with Adjs., as μέγ' ἔξοχος, μέγα νήπιος, Il.2.480, 16.46; μ. νήπιε Orac. ap. Hdt.1.85;μ. πλούσιος Id.1.32
, 7.190;ὦ μέγ' εὔδαιμον κόρη A.Pr. 647
: with [comp] Comp. and [comp] Sup., by far, μέγ' ἀμείνονες, ἄριστος, φέρτατος, Il.4.405, 2.82, 16.21.C degrees of Comparison (regul. μεγαλώτερος, -ώτατος late, EM780.1,2):1 [comp] Comp. μείζων, ον, gen. ονος, [dialect] Ep., [dialect] Att. (also Delph., SIG 246 H 260 (iv B. C.)); [dialect] Ion., Arc., [dialect] Dor., [dialect] Aeol. μέζων, ον, Heraclit. 25, Hp.Acut.44, Hdt.1.26, IG7.235.16 ([place name] Oropus), 5(2).3.18 ([place name] Tegea), Epich.62 (also early [dialect] Att., IG12.22.65, but [με] ίζων ib.6.93, by analogy of ὀλείζων ib.76,95); dat. pl.μεζόνεσσι Diotog.
ap. Stob.4.7.62: written μέσδων in Sapph.Supp.7.6, Plu.Lyc.19: cf. [full] μέττον· μεῖζον, Hsch. (dub.); laterμειζότερος 3 Ep.Jo.4
(used as title, elder, POxy. 943.3 (vi A. D.), etc.);μειζονώτερος A.Fr. 434
:—greater, longer, taller, Il.3.168, 9.202, etc.; freq. also, too great, ; Μηνόφιλος μείζων M. the elder, Ostr.Bodl.vC 2 (ii A. D.); as title, μειζων κώμης headman of a village, POxy.1626.5 (iv A. D.), etc.: generally, the higher authority, PLond.2.214.22 (iii A. D.), POxy.1204.17 (pl., iii A. D.); οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον, a strong form of denial, nothing whatever, D.H.Comp.4; . Adv. , Th.1.130, X.Cyn.13.3, Isoc.9.21, etc.; [dialect] Ion.μεζόνως Hdt.3.128
, Herod.4.80, etc.: neut. as Adv.,μεῖζον σθένειν S.Ph. 456
, E.Supp. 216;μ. ἰσχύειν D.Ep.3.28
;ἐπὶ μ. ἔρχεται S.Ph. 259
.2 [comp] Sup. μέγιστος, η, ον, Il.2.412, etc.: neut. as Adv.,μέγιστον ἴσχυσε S.Aj. 502
; δυνάμενος μ., c. gen., Hdt.7.5, 9.9: with another [comp] Sup.,μέγιστον ἐχθίστη E.Med. 1323
: in pl.,χαῖρ' ὡς μέγιστα S.Ph. 462
;θάλλει μ. Id.OC 700
(lyr.);τὰ μέγιστ' ἐτιμάθης Id.OT 1203
(lyr.); ἐς μέγιστον ib. 521;ἐς τὰ μ. Hdt.8.111
:—late [comp] Sup.μεγιστότατος PLond.1.130.49
(i/ii A. D.). (Cf. Skt. majmán- 'greatness', Lat. magnus, Goth. mikils 'great'.) -
3 τόρνος
τόρν-ος, ὁ,A carpenter's tool for drawing a circle, like our compasses, prob. a pin at the end of a string, Lat. tornus (Plin.HN7.198), Thgn.805; κυκλοτερὴς ὡς ἀπὸ τόρνου (of the representation of the earth in early maps) Hdt.4.36;τροχὸς τόρνῳ γραφόμενος E.Ba. 1067
(perh. in signf. 11);κύκλος τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος Id.Fr.382.3
.II turning-lathe,βόμβυκας τόρνου κάματον A.Fr.57.3
(anap.); καθάπερ τῆς ἐν τόρνψ κυκλοφορουμένης σφαίρας as of a ball being turned in a lathe, Arist. Mu. 391b22;τὰ τοῖς τόρνοις γιγνόμενα ἐπίπεδά τε καὶ στερεά Pl. Phlb. 51c
, cf. 56c;ὁ Ἰουδαϊκὸς λίθος.. ἔχων γραμμὰς παραλλήλους ὡς ἀπὸ τόρνου Dsc.5.137
; metae.. ex torno ita perfectae, ut alia in aliam inire convenireque possit, Vitr.9.8.6, cf. 10.7.3;ἄξων ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος Hero Spir.1.16
, cf. Aut.11.2.
См. также в других словарях:
επαναπολώ — ἐπαναπολῶ, έω (Α) 1. αναπολώ εκ νέου, εξετάζω ξανά («καὶ δὶς καὶ τρὶς τό γε καλῶς ἔχον ἐπαναπολεῑν τῷ λόγῷ», Πλάτ.) 2. μέσ. ἐπαναποδίζομαι επανέρχομαι στα ίχνη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα πολώ. Το β συνθετ. πολώ «κυκλοφορώ, αναστρέφω» μπορεί να… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
πολαρογραφία — Κλάδος της ηλεκτροχημείας, ο οποίος επιτρέπει τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ της εφαρμοσμένης τάσης στα ηλεκτρόδια και της έντασης του ρεύματος που διέρχεται μέσα από ένα ηλεκτρολυτικό διάλυμα. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατό να καθοριστούν διάφορα… … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
αξονήλατος — ἀξονήλατος, ον (Α) αυτός που στρέφεται γύρω από άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξων ( ονος) + ηλατος < ελατός (< ελαύνω) με έκταση της α συλλαβής] … Dictionary of Greek
τόρμος — ο, ΝΑ κοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμα νεοελλ. μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή… … Dictionary of Greek