-
1 εξαμυνομαι
отражать от себя, отгонять прочь, подавлять(τὰς νόσους ἀκέσμασι Aesch.; θεάς, sc. Ἐρινύας Eur.)
ἐ. αἶθον (v. l. αἶθρον) θεοῦ Eur. — защищать себя от солнечного зноя -
2 ἐξαμύνομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμύνομαι
-
3 ἐξαμύνομαι
ἐξ-αμύνομαι, von sich abwehren, abhalten -
4 εξαμύνασθαι
ἐξαμύ̱νασθαι, ἐξαμύνομαιward off from oneself: aor inf mpἐξαμύ̱νασθαι, ἐξαμύνομαιward off from oneself: aor inf mid -
5 ἐξαμύνασθαι
ἐξαμύ̱νασθαι, ἐξαμύνομαιward off from oneself: aor inf mpἐξαμύ̱νασθαι, ἐξαμύνομαιward off from oneself: aor inf mid -
6 εξαμύνεσθαι
ἐξαμύ̱νεσθαι, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres inf mpἐξαμύ̱νεσθαι, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres inf mp -
7 ἐξαμύνεσθαι
ἐξαμύ̱νεσθαι, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres inf mpἐξαμύ̱νεσθαι, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres inf mp -
8 εξαμύνοιτο
ἐξαμύ̱νοιτο, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres opt mp 3rd sgἐξαμύ̱νοιτο, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres opt mp 3rd sg -
9 ἐξαμύνοιτο
ἐξαμύ̱νοιτο, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres opt mp 3rd sgἐξαμύ̱νοιτο, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres opt mp 3rd sg -
10 εξαμύνονται
ἐξαμύ̱νονται, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres ind mp 3rd plἐξαμύ̱νονται, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres ind mp 3rd pl -
11 ἐξαμύνονται
ἐξαμύ̱νονται, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres ind mp 3rd plἐξαμύ̱νονται, ἐξαμύνομαιward off from oneself: pres ind mp 3rd pl -
12 εξαμύνας
ἐξαμύ̱νᾱς, ἐξαμύνομαιward off from oneself: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 ἐξαμύνας
ἐξαμύ̱νᾱς, ἐξαμύνομαιward off from oneself: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
εξαμύνομαι — ἐξαμύνομαι (Α) αποκρούω κάποιον ή κάτι, αμύνομαι εναντίον κάποιου, εξουδετερώνω, αποκρούω, απομακρύνω κάτι («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» ν αμυνθούμε στο πρωινό ψύχος, Ευρ.) … Dictionary of Greek
ἐξαμύνασθαι — ἐξαμύ̱νασθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor inf mp ἐξαμύ̱νασθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνεσθαι — ἐξαμύ̱νεσθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres inf mp ἐξαμύ̱νεσθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνοιτο — ἐξαμύ̱νοιτο , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres opt mp 3rd sg ἐξαμύ̱νοιτο , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνονται — ἐξαμύ̱νονται , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres ind mp 3rd pl ἐξαμύ̱νονται , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνας — ἐξαμύ̱νᾱς , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)