-
1 προφάσεις
πρόφασιςmotive: fem nom /voc pl (attic epic ionic)πρόφασιςmotive: fem nom /acc pl (attic ionic)προφά̱σεις, προφάωshine forth: aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic)προφά̱σεις, προφάωshine forth: fut ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 πρόφασις
A motive or cause alleged, whether truly or falsely: then, actual motive or cause, whether alleged or not:I alleged motive, plea, without implication of truth or falsity, ἐπὶ σμικρῇ π. Thgn.323;νόστου π. γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι Pi. P.4.32
;κατὰ θεωρίης πρόφασιν ἐκπλώσας Hdt.1.29
;π. ἔχων, ὡς.. Id.6.133
; καὶ ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ π. whether the plea put forward be a trifle or a weighty matter, Th.1.141; τῆς αἰτίας τὴν π. the plea in the case, the basis of the charge, Lys.9.7; τοιαύτας ἔχοντες π. καὶ αἰτίας pleas and motives, Th.3.13; π. ἐπιεικής ib.9;ἀναγκαῖαι Is.4.20
, D.54.17; προφάσεις ἀληθεῖς λέγοντος pleading what was in fact true, And.4.17.2 falsely alleged motive (or cause), pretext, pretence, excuse, π. ἰδίης ἀβουλίης an excuse for.., Democr.119;οὔτε τιν' ἔχων π. οὔτε λόγον εὐτράπελον Ar.V. 468
(lyr.);καλλίστην εἶναι π., τιμωρεῖσθαι μὲν δοκεῖν, ἔργῳ δὲ χρηματίζεσθαι Lys.12.6
: abs. in acc., πρόφασιν in pretence, ostensibly,στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον π., σφῶν δ' αὐτῶν κήδε' ἑκάστη Il.19.302
, cf. Hdt.5.33, E.IA 362 (troch.), Ar.Eq. 466, etc.; opp. τὸ ἀληθές, Th.6.33: in dat.,προφάσει Id.3.86
; προφάσει τῶν δημοσίων on the pretence that public debts are owing, OGI669.15 (Egypt, i A.D.); προφάσιος [εἵνεκεν], προφάσεως ἕνεκα, Hdt.4.135, Antipho 6.14;προφάσεως χάριν Arist.Pol. 1297a14
; ἐκ μικρᾶς π. Plb.2.17.3;ἐπὶ προφάσιος Hdt.7.150
: folld. by an inf., αὕτη γὰρ ἦν σοι π. ἐκβαλεῖν ἐμέ for casting me out, S.Ph. 1034;οὔτε.. ἔστιν οὐδεμία π. τοῦ μὴ δρᾶν Pl.Ti. 20c
; π. τοῖς δειλοῖς ἔχει μὴ ἰέναι gives them an excuse or plea for not going, Id.R. 469c;οὐδεμία σοι π. ἐστιν ὡς.. X.Cyr.2.2.15
; εὑρὼν π. BGU 1024 vi 21 (iv A.D.).b phrases, πρόφασιν διδόναι, ἐνδοῦναι, allow, afford an excuse, D.43.53, 18.158;οὐκ ἐνδώσομεν π. οὐδενὶ κακῷ γενέσθαι Th.2.87
; π. μηδεμίαν θέμενος making no excuse, Thgn.364; π. προτεῖναι put forward a pretext, Hdt. 1.156;π. τὴν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι Id.8.3
;προφάσεις παρέχειν Ar.Av. 581
, cf. D.10.35, 18.156; προφάσιας εἷλκον kept making pretences, Hdt.6.86;πάσας π. ἕλκουσιν Ar.Lys. 726
;π. δέχεσθαι Pl.Cra. 421d
(cf.ἀγών 111.5
);π. εὑρίσκειν τοῦ ἀδικήματος Antipho 5.65
;π. καλῶς εὑρημένη Archipp.36
;ἔχθρας π. ζητήσουσιν Pl.Phdr. 234a
, cf. PCair.Zen.270.9 (iii B.C.);π. τινὰ πρεσβείας πορισάμενοι Pl.Ep. 350a
;π. κατασκευάσαι X.Cyr.2.4.17
; ἔχει προφάσεις it is excusable, ib.3.1.27; ;προφάσεις εὐλόγους εἰλήφεσαν D.18.152
;ἐχόμενος προφάσιος Hdt.6.94
;ἐπιλαβέσθαι Id.3.36
, 6.49;τὰς π. ἀφελεῖν D.2.27
;προφάσεως δεῖσθαι Arist. Rh. 1373a3
: personified, τὰν Ἐπιμαθέος ὀψινόου θυγατέρα Π. Pi.P.5.28.c elliptically, μή μοι πρόφασιν no excuse, no shuffling, Ar. Ach. 345;μὴ προφάσεις ἐνταῦθά μοι Alex.127.1
.II the actual motive, purpose, or cause, whether alleged or not, ; ; τὸ ἐκ προφάσεως τῶν.. στρατιωτῶν δηληγατευθὲν μέτρον ἐλαίου for the purpose of.., PLips.64.2, cf. 8 (iv A.D.);τὴν ἀληθεστάτην π., ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ Th.1.23
, cf. 6.6, D.18.156, SIG 888.138 (Scaptopara, iii A.D., pl.): esp. as a medical t.t., external exciting cause, ἐκ πάσης π. ἐκτιτ ρώσκουσι they miscarry on any provocation, Hp.Aph.3.12, cf.Epid.3.3, 3.17.ιά, Acut.(Sp.) 6;τοὺς δ' ἄλλους ἀπ' οὐδεμιᾶς π... τῆς κεφαλῆς θέρμαι.. ἐλάμβανε Th.2.49
: pl., Hp. Aër.16, Fract.15, al.: generally, cause,σμικρὰ π. ἔξωθεν Pl.R. 556e
; βραχεῖα π. Hp.Coac. 477;ἀπὸ μηδεμιᾶς π. ἔξωθεν ἀξιολόγου Diocl.Fr. 82
; φανερὴ π. Hp.Aph.2.41, cf. X.HG6.4.33;ἐπεὶ δέ οἱ ἔδεε κακῶς γενέσθαι, ἐγένετο ἀπὸ προφάσιος τὴν ἐγὼ.. ἀπηγήσομαι Hdt.2.161
, cf. 4.145, 7.230;ἄνθρωπός εἰμι, τοῦτο δ' αὐτὸ τῷ βίῳ π. μεγίστην εἰς τὸ λυπεῖσθαι φέρει Diph.106
, cf. Men.230, 811, Philem.194; βραχείας προφάσεως ἔδει μόνον ἐφ' ᾗ.. δεξόμεθα.. it needed but a little to move us to.., E.IA 1180.2 occasion, θοἰμάτιον δεικνὺς τοδὶ πρόφασιν ἔφασκον, ὦ γύναι, λίαν σπαθᾷς I said à propos,.. I took occasion to say.., Ar.Nu.55; ἐπὶ τῇ ἐμῇ π. à propos of me, Lys.6.19; ἐπὶ τῇ π. τῆς ἐμαυτοῦ ἀρχῆς on the occasion of my accession, PFay.20.11 (iii/iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόφασις
-
3 πρό-φασις
πρό-φασις, ἡ, eigtl. das Vorscheinenlassen ( προφαίνω), der Anschein, νόστου, daß man zurückkehren werde, Pind. P. 4, 32; daher der Vorwand, hinter dem Einer seine rechte Meinung verbirgt, das Vorgeben, das Einer braucht, wenn er sich weigert, Etwas zu thun; Hom. braucht nur den absol. accus. πρόφασιν, vorgeblich, der Aussage nach, Il. 19, 262, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον πρόφασιν, σφῶν δ' αὐτῶν κήδε' ἑκάστη, 302; u. so Ar. Equ. 469 u. Sp.; vgl. Jacobs Ach. Tat. p. 590, im Ggstz von τὸ ἀληϑές, Lys. 13, 12; welcher Gegensatz auch durch das einfache δέ bezeichnet wird, Wolf Dem. Lpt. p. 270; vgl. Eur. Bacch. 221 u. Dem. 18, 77; αὕτη γὰρ ἦν σοι πρόφασις ἐκβαλεῖν ἐμέ, Soph. Phil. 1023; Ἀχιλλεῖ πρόφασιν ὡς γαμουμένην, Eur. I. A. 362; ἔχεις πρόφασιν, Hec. 340, u. öfter; προφάσεις παρέχειν, Ar. Av. 581, πρόφασιν ϑέσϑαι, einen Vorwand brauchen, Theogn. 364; u. in Prosa: προφάσιας εἱλκον, Her. 6, 86; προφάσιος ἔχεσϑαι, einen Vorwand ergreifen, 6, 94; ἵν' αὐτῷ πρόφασις εἴη τῆς ἀποστάσεως, Plat. Menex. 245 b; οἵτινες ἔχϑρας πρόφασιν ζητήσουσιν, Phaedr. 234 a; πρόφασιν τοῖς δειλοῖς ἔχει μὴ πρὸς τὸν μαχόμενον ἰέναι, Rep. V, 469 c; ἐν τῇ προφάσει ταύτῃ ἀπέκτειναν, Lys. 13, 12; κατασκευάζειν πρόφασιν, Xen. Cyr. 2, 4, 17 u. öfter; auch Entschuldigung, οὐ μέντοι μοι δοκεῖ προφάσεις ἀγὼν δέχεσϑαι, Plat. Crat. 421 d; Veranlassung, Gelegenheit, Her. 3, 36 u. öfter; Antiph. 5, 21; προφάσεως ἕνεκα, 6, 14; Grund, οὔτ' ἔστιν οὐδεμία πρόφασις ἡμῖν τοῠ μὴ δρᾶν ταῠτα, Plat. Tim. 10 c, vgl. 76 e Phaedr. 255 d, u. sonst; διὰ δύο προφάσεις, aus zwei Gründen, Isocr. 1, 23; u. so auch Thuc. 1, 23, wo ἀληϑεστάτη πρόφασις der vorangehenden αἰτία entspricht; ϑάνατος ἐξαπιναῖος οὐκ ἔχων φανερὰν πρόφασιν, ohne eine deutliche, bekannte Ursache. Xen. Hell. 6, 4, 33; Plut. u. A.; vgl. noch Dem. τὴν μὲν ἀληϑῆ πρόφασιν τῶν πραγμάτων ἀπεκρύπτετο, 18, 156, den wahren Grund. – Absolut gebraucht finden sich: προφάσιος τῆςδε, Her. 4, 135; πρόφασιν, s. oben, ἐπὶ προφάσιος und ἐπὶ προφάσει, Theogn. 323, Her. 7, 150; ἀπὸ προφάσιος, 2, 161, διὰ πρόφασιν, 4, 145. 7, 230; κατὰ πρόφασιν, 1, 29; μή μοι πρόφασιν, keinen Vorwand, keine Ausflucht, Ar. Ach. 345; auch im plur., μὴ προφάσεις, Alexis bei Ath. IV, 170 a. Aehnlich μή με πίῃς πρόφασιν, Ep. ad. 197 (IX. 38).
-
4 προφασις
- εως ἥ1) основание, повод, мотив(ἀληθεστάτη Thuc.; εἰκυῖα Plat.)
ἥ π. τῆς αἰτίας Lys. — основание обвинения;προφάσεις καὴ αἰτίαι Thuc. — основания и причины2) предлог, отговорка, уверткаπροφάσει, ἀπὸ προφάσεως Thuc., ἐπὴ προφάσεως, ἀπὸ προφάσιος, διὰ и κατὰ πρόφασιν, προφάσιος εἵνεκεν Her., προφάσεως χάριν Arst. или ἐκ προφάσεως Polyb. — под (благовидным) предлогом;
πρόφασιν Hom., Thuc., Lys. и προφάσει NT. — для видимости, для вида;μή μοι προφάσεις! Arph. — никаких отговорок! -
5 πρόφασις
-εως + ἡ N 3 0-0-1-5-0=6 Hos 10,4; Ps 140(141),4; Prv 18,1; DnTh 6,5(bis)pretext DnTh 6,5Cf. SPICQ 1978a, 765-767 -
6 πλάσσω
πλάσσω, [dialect] Att. [suff] πλασμᾰτ-ττω S.Aj. 148 (anap.), Pl.R. 420c, etc.: [tense] fut. πλάσω ( ἀνα-) Hp.Mochl.2:[tense] aor.Aἔπλᾰσα Hdt.2.70
([etym.] κατ-), Ar.V. 926, etc.; poet.ἔπλασσα Theoc.24.109
; [dialect] Ep.πλάσσα Hes.Op.70
: [tense] pf.πέπλᾰκα Phld. Mus.p.85K.
,D.S.15.11, D.H.Th.41: [ per.] 3sg.[tense] plpf.ἐπεπλάκει Erot.Praef.
: —[voice] Med., [tense] fut.πλάσομαι Alciphr.1.37
: [tense] aor.ἐπλασάμην Th.6.58
, Pl.Lg. 800b, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.πλασθήσομαι Phld.Mus.p.82
K., ( δια- ) Gal.4.619: [tense] aor. , Lys.12.48, Pl.Ti. 26e : [tense] pf. , etc.:—form, mould, prop. of the artist who works in soft substances, such as earth, clay, wax, ἐκ γαίης π. Hes.Op.70, cf. Hdt. 2.47,73; of Prometheus,ὃν λέγουσ' ἡμᾶς πλάσαι καὶ τἄλλα.. ζῷα Philem.89.1
, cf. Men.535.5 ;π. καθάπερ ἐκ κηροῦ Pl.Lg. 746a
;σχήματα ἐκ χρυσοῦ Id.Ti. 50a
;ἐκ πηλοῦ ζῷον Arist.PA 654b29
;ἀγγεῖον π. κήρινον Id.Mete. 359a1
;οὐκ ἔστιν ἀνδριαντοποιὸς ὅστις ἂν πλάσαι κάλλος τοιοῦτον Philem.72.2
;τοὺς πηλίνους D.4.26
; opp. γράφειν, as sculpture to painting, Pl.R. 510e (so in [voice] Pass., Lg. 668e, Isoc.9.75); τὴν ὑδριαν πλάσαι mould the water-jar, Ar.V. 926 ;σώματα π. θνητά Pl.Ti. 42d
; π. κηρία, of bees, Arist.HA 623b32 ; ἔπλαττεν ἔνδον οἰκίας made clay houses, Ar.Nu. 879; knead bread, Gal.6.313:—[voice] Med., σχῆμα πλασάμενος having formed oneself a figure, Pl.Plt. 297e :— [voice] Pass., to be moulded, made,τὸ δὲ ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται Hdt.3.108
; ;ἂν ἴδωσι.. κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Pl.Lg. 933b
.II generally, mould, form by education, training, etc., π. τὰς ψυχὰς τοῖς μύθοις, τὰ σώματα ταῖς χερσίν, Pl.R. 377c ;σῶμα ἐπιμελῶς Id.Ti. 88c
; ; παιδεύειν τε καὶ π. Id.Lg. 671c:—[voice] Pass., ; of the voice, to be trained, Arist.HA 536b19.III form an image of a thing in the mind, imagine,πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε.. νοήσαντες ἀθάνατόν τι ζῷον Pl.Phdr. 246c
, cf. R. 420c, 466a ;τῷ λόγῳ τοὺς νόμους Id.Lg. 712b
;τἀρχαῖα Phld.Mus.p.85K.
:—[voice] Pass., ib.p.82 K.IV put in a certain form, τὸ στόμα π. (so as to pronounce more elegantly) Pl.Cra. 414d ; [ κόμιον] Arr.Epict.2.24.24;τὴν ὑπόκρισιν Plu.Dem.7
:—[voice] Med., ἀδήλως τῇ ὄψει πλυσάμενος πρὸς τὴν ξυμφοράν having formed himself in face, i.e. composed his countenance, Th.6.58, cf. D.45.68.V metaph., fabricate, forge,λόγους ψιθύρους πλάσσων S.Aj. 148
(anap.);ψευδεῖς π. αἰτίας Isoc.12.25
;προφάσεις D.25.28
; τί λόγους πλάττεις; Id.18.121, cf. Pl.Ap. 17c ;μὴ πλάσῃς κακόν Men.Mon. 145
;π. ἐπιστολήν Plb.5.42.7
: abs., δόξω πλάσας λέγειν I shall be thought to speak from invention, i.e. not the truth, Hdt.8.80, cf. X.Mem.2.6.37 :—[voice] Med.,πλάσασθαι τὸν τρόπον τὸν αὑτοῦ Lys.19.60
;ψεύδη X.An.2.6.26
;τῆς φιλανθρωπίας ἣν.. ἐπλάττετο D.18.231
; προφάσεις π. Id.19.215 ;τοιαῦτα πλάττεσθαι τολμᾶτε Id.28.9
;καιρὸν πλάττεσθαι Id.21.187
: abs., πλαττομένους πρὸς ἑαυτούς ( αὐτούς Bonitz) Arist.Rh. 1381b28 : c. inf., Νέρων εἶναι πλασάμενος pretending to be N., D.C.64.9;π. νοσεῖν Gal.19.1
:—[voice] Pass., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος not fictitious, A.Pr. 1030 ; πεπλάσθαι φάσκοντες saying it was a forgery, Is.7.2 ; ;π. ὑπὸ ποιητῶν And.4.23
;ἐξ ὧν ἡ δίκη αὕτη πέπλασται D.52.12
. ( πλαθ-Ψω, cf. κορο-πλάθος, πηλο-πλάθος.) -
7 προ-φασίζομαι
προ-φασίζομαι, dep. med., Etwas zum Vorwand nehmen, sich womit entschuldigen, τί; Theogn. 935; περιφανῆ χρήματα, Ar. Lys. 756; Plat. Phaedr. 231 b; πάσας προφάσεις προφασίζεσϑαι, Rep. V, 474 e; Lys. 8, 16; ἀσχολίαν, Xen. Cyr. 2, 2, 30; οὐκ ἔφη χρῆναι προφασίζεσϑαι, οὐδὲ διαμέλλειν, Thuc. 6, 25; auch προφασισϑέν, pass., 8, 33; προὐφασίζετο ἀεί τι καὶ ἀναβολὰς ἐποιεῖτο, Dem. 48, 20; ἀῤῥωστεῖν προφασίζεται, 19, 124; Sp.
-
8 συγ-γραφή
συγ-γραφή, ἡ, das Aufschreiben, Niederschreiben, Her. 1, 93; das Aufgeschriebene, das Schriftwerk, Geschichtswerk, Thuc. 1, 97; Urkunde, τὴν πρᾶξιν πᾶσαν διομολογούμενος ἐν συγγραφῇ, Plat. Legg. XII, 953 e; bes. ein handschriftlicher Contract, Ver-trag, χρόνους προὔϑεντο ἄνευ ξυγγραφῆς, Thuc. 5, 35; Schulddocument, Wechsel, συγγραφὰς τίϑεσϑαι παρὰ τραπεζίτῃ, Dem. 34, 6; ναυτικαί, Bodmereiverträge, 35, 27; – die verdungene Arbeit eines Malers, Andoc. 4, 17, wo es von einem Maler, der sich zu malen weigert. heißt προφάσεις ἀληϑεῖς λέγων ὡς οὐκ ἂν δύναιτο ταῠτα πράττειν ἤδη διὰ τὸ συγγραφὰς ἔχειν παρ' ἑτέρων; vgl. Dem. 18, 122, ὥςπερ ἀνδριάντα ἐκδεδωκὼς κατὰ συγγραφήν, εἶτα οὐκ ἔχοντα ἃ προςῆκεν ἐκ τῆς συγγραφῆς, der eine Bildsäule zu machen verdungen und darüber einen schriftlichen Contract aufgenommen hat.
-
9 σόφισμα
σόφισμα, τό, alles geschickt, sein, klug, listig Erfundene, kluger, listiger Gedanke; ἀρχαῖα σοφίσματα, Pind. Ol. 13, 17; ἀριϑμὸν έξοχον σοφισμάτων ἐξεῠρον αὐτοῖς, Aesch. Prom. 457; οὐκ ἔχω σόφισμ' ὅτῳ τῆς νῠν παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ, 468; μὲ κἀκχέω τὸ πᾶν σόφισμα, Soph. Phil. 14; Eur. oft, wie Ar. Nubb. 206 Ran. 17. 871; Her. 3, 85. 152; Plat. Conv. 214 a Rep. VI, 496 a; Thuc. 6, 77; von ausgesuchter Zubereitung der Speisen, Xen. Hier. 1, 23; σοφίσματα καὶ παραγραφάς, καὶ προφάσεις εὑρίσκουσιν ἀντὶ τοῠ ἀποδοῠναι, sie machen Ausreden, Winkelzüge, Dem. 35, 2, vgl. 25, 18; u. so bes. von verfänglichen Fragen und Redekünsteleien, deren sich die Sophisten zur Ueberredung und Täuschung zu bedienen pflegten, Sophisma, vgl. Arist. top. 8, 11 u. S. Emp. pyrrh. 2, 229 ff; Plut Alex. 74.
-
10 σκῆψις
σκῆψις, ἡ, Grund, worauf man sich stützt, Vorwand, Ausrede, Entschuldigung; VLL. erkl. πρόφασις; so Tragg.: τοιάδε μέντοι σκῆψις οὐ δόλον φέρει, Aesch. Ag. 860; εἰςόρα, μὲ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τιϑῇς, Soph. El. 574; σκῆψιν προτείνουσα, Eur. El. 1067; εἰς ἄνδρα σκῆψιν εἶχε, El. 29; σκῆψιν ἐς ποίαν προβαίνων; Or. 747, u. öfter; ἀγὼν οὗτος σκῆψιν οὐκ ἐςδέξεται, Ar. Ach. 367; σκῆψιν ποιεῖσϑαί τι, Etwas zum Vorwande brauchen, Her. 5, 30; φόνου σκῆψις, Anschuldigung einer Mordthat, 1, 147. 5, 30; σκήψεις καὶ προφάσεις ἐρεῖ· ἀλλ' οὐ δίκαιον, Dem. 19, 100; οὐδὲ γὰρ λόγος οὐδὲ σκῆψις ἔϑ' ἡμῖν τοῠ μ ὴ τὰ δέοντα ποιεῖν, 1, 6; Pol. σκήψεις τινὰς πρὸς τὸν βασιλέα πορισάμενος, 5, 2, 9, u. öfter; σκῆψιν ἀπενέγκαι, Entschuldigung, Att. Seew. XIV d 60.
-
11 εὔ-λογος
εὔ-λογος, vernünftig, vernunftgemäß; εὔλογον, sc. ἐστί, mit acc. c. inf., Plat. Crat. 396 b; οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Rep. X, 605 e; νουϑετήματα Aesch. Pers. 816; προφάσεις Thuc. 3, 82; Dem. 18, 151, der 45, 14 auch σὔτ' ἐοικότα οὔτ' εὔλογα vrbdt; εὐλόγοις ἀφορμαῖς χρῆσϑαι Pol. 4, 4, 9, öfter; τὸ εὔλογον, die Wahrscheinlichkeit, Thuc. 4, 87; Arist.; ἐκ τῶν εὐλόγων, nach aller Wahrscheinlichkeit, Pol. 10, 44, 6; Plut. Them. 13 u. a. Sp., bes. Ausdruck der Akademiker; ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, unwahrscheinlich sein, Arist. Metaph. 10, 2; vgl. Pol. 16, 12, 6. – Adv., Aesch. Suppl. 47. 249 u. öfter; Ar. Vesp. 771 u. A.; εὐλόγως ἔχειν, vernünftig, wahrscheinlich sein, Plat. Phaed. 62 d u. A.; εὐλογωτέρως, Isocr. 6, 28.
-
12 εἰς-δέχομαι
εἰς-δέχομαι, hinein-, darin aufnehmen, einlassen; γῆς εἰςδέχεσϑαι, ins Land, Soph. O. R. 238; τίν' εἰςδέδεγμαι πημονὴν ὑπόστεγον, ins Haus, Tr. 375, vgl. El. 1117; τινὰ τειχέων Eur. Phoen. 454; οἶκον, ins Haus, Eur. Suppl. 876; ἄντροις, in der Höhle, Cycl. 35; εἰς τὸ ἱρόν Her. 1, 144; Thuc. 4, 111 u. Folgde; προφάσεις, annehmen, Plat. Crat. 421 d. – Pass., εἰςδεχϑέντες Dem. 40, 14; εἰςδεχϑῆναι Luc. Tox. 30.
-
13 μετα-τίθημι
μετα-τίθημι (s. τίϑημι), 1) dazwischen stellen, bringen, τῷ κ' οὔτι τόσον κέλαδον μετέϑηκεν, er hätte nicht so viel Lärm unter uns erregt, 18, 402. – 2) verfolgen, umstellen, umändern; pass., μετετέϑην εὐβουλίᾳ, Eur. I. A. 388; μετατίϑησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ πρόσϑεν, Plat. Conv. 191 b, öfter; auch pass., ἀντὶ ποίων ποῖα μετατεϑέντα εὐδαίμονα τὴν πόλιν ἀπεργάζοιτ' ἄν, Legg. III, 683 b; vgl. προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληϑῶν ψευδεῖς μεταϑείς, Dem. 18, 225; versetzen, Xen. Mem. 3, 14, 6; μετατιϑέναι τι ἐν τῇ λέξει, Arist. rhet. 1, 9; τῶν ὅλων οὐδέν τι μετέϑηκαν, Pol. 1, 63, 2; πρὸς τὸ βέλτιον τοὺς ἁμαρτάνοντας, 5, 12, 3; auch τὰς πατρίδας ἀπό τινων πρὸς ἑτέρας συμμαχίας, 17, 13, 5, zu anderen Bündnissen verleiten; Sp., wie Luc. Charid. 19. – Med. für sich umsetzen, verändern, τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μετατιϑέμενος, Soph. Phil. 511, wo der Schol. erkl. τὸ ἐκείνους λυποῦν τούτῳ κέρδος μεταποιῶν; ταχὺς μετέϑου λύσσαν, Eur. Or. 254; σμικρὸν γάρ τι μετατίϑεμαι, Plat. Theag. 122 c, wie Theaet. 197 b; τὴν γνώμην, Her. 7, 18; bes. auch seine Meinung ändern u. etwas Anderes behaupten, ἀλλὰ μεταϑώμεϑα Plat. Rep. I, 334 e, ὕστερον γὰρ ἐξέσται ἡμῖν καὶ μεταϑέσϑαι, ἢν μή τι ἀρέσκῃ Thuc. 8, 53, μετατίϑεμαι τὰ εἰρημένα Xen. Mem. 4, 2, 18; νόμους, 4, 4, 14, τὴν ἄγνοιαν, seinen Irrthum wieder gut machen, Pol. 11, 25, 10; μεταϑέσϑαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν, zur Partei der Römer übertreten, 26, 2, 6, vgl. 3, 111, 8; Luc. erkl. es durch ἐπανορϑοῦν, Cynic. 18; – ὁ μεταϑέμενος heißt der Philosoph, der von einer Sekte zur andern übergetreten ist, D. L. 7, 37. 166; Ath. VII, 281 d.
-
14 μέθη
μέθη, ἡ, eigtl. übermäßiges Trinken, σίτων καὶ μέϑης πλησϑέν Plat. Rep. IX, 571 c; ἀνὴρ ὑπερπλησϑεὶς μέϑης Soph. O. R. 779; μέϑῃ βρεχϑείς Eur. El. 326; gew. Trunken heit, Rausch, καλῶς ἔχοντες μέϑης, Her. 5, 20; καὶ πολυοινία, Plat. Legg. II, 666 b; μανδραγόρᾳ ἢ μέϑῃ ξυμποδίσαντες, Rep. VI, 488 c; πίνειν εἰς μέϑην, Legg. VI, 775 b; übertr., κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῖς δεινοῖς ὑπὸ μέϑης τοῦ φόβου ναυτιᾷ, I, 639 b; auch im plur., Phaedr. 238 a; ὁ τὸν ϑεσμοϑέτην πατάξας τρεῖς εἶχε προφάσεις, μέϑην, ἔρωτα, ἄγνοιαν, Dem. 21, 38; ἀπὸ μέϑης, in Folge des Rausches, Ath. X, 434 b. – Bei Empedocl. 46 übh. = Begeisterung.
-
15 ὑπό-νοια
ὑπό-νοια, ἡ, versteckte Meinung, Verdacht, Argwohn, Vermuthung, Sinn einer Rede; ὑπόνοιαν, οἷα πείσεται ἡ πόλις Eur. Phoen. 1146; Thuc. 5, 87; ὑπόνοιαι πλασταὶ καὶ προφάσεις ἄδικοι Dem. 48, 39; öfter bei Folgdn; ἐν ὑπονοίᾳ ἦσαν χαίροντες Pol. 5, 15, 1; παρὰ ὑπόνοιαν, wider Erwarten, 1, 60, 1; εἰς ὑπόνοιαν ἔρχονται Luc. Asin. 47; ἐν ὑπονοίᾳ und καϑ' ὑπόνοιαν, allegorisch, sinnbildlich, vgl. Ruhnk. Tim. p. 200; Ggstz ἐπ' ὀνόματος, Pol. 28, 4,5; eben so δι' ὑπ ονοιῶν, Thuc. 2, 41, l. d.; so δι' ὑπονοιῶν τωϑάζειν Alciphr. 2, 4; vgl. noch ϑρασυνόμενον ἀβεβαίοις ὑπονοίαις ὑβρίζειν Plut. Sol. 28.
-
16 ἝΛΚω
ἝΛΚω, impf. εἷλκον, fut. ἕλξω, aor. gew. εἵλκυσα, perf. u. aor. pass. εἵλκυσμαι, εἱλκύσϑην; εἷλξα erst Sp., auch ἕλξα, Orph. Arg. 256; – ziehen, schleppen; ἐξ ὄρεος δόρυ Il. 17, 743; νῆα εἰς ἅλα δῖαν 2, 152; ἐκ ζωστῆρος ὀϊστόν 4, 213; ἡμίονοι – ἀπήνην 24, 324. – Bes. zerren, schleppen, wie den gefallenen Hektor Achilles schleift, Il. 24, 52. 417; vgl. Eur. Andr. 108; von Hunden u. Geiern, Il. 17, 557; Her. 1, 140; ποδός, ποδῶν ϑύραζε, an den Füßen herausschleifen, Il. 11, 258 Od. 16, 276; ἕλξειν ἔοιχ' ὑμᾶς ἀποσπάσας κόμης Eur. Suppl. 883; vollständiger ἕλξει ϑύραζ' αὐτὸν λαβὼν τῶν ὀρχιπέδων Ar. Plut. 955; ohne λαβών so, Equ. 769; vgl. τῆς ῥινός Luc. Hermot. 73; als Gefangenen fortschleppen, Il. 23, 715, wie Soph. vrbdn οὔϑ' εἷλκον, οὔτ' ἂν ἦγον O. C. 932; eben so Plat. Rep. IV, 439 d; ἑλκόμενος ἀπὸ τοῠ βήματος Xen. Hem. 3, 6, 1; vgl. noch ναῦς ἀναδούμενοι εἷλκον κενάς Thuc. 2, 90, u. nachher ἑλκόμεναι, ins Schlepptau nehmen; dah. oft mit βίᾳ vrbdn, Ar. Nubb. 233 u. A.; auch ohne βίᾳ = Gewalt anthun, mißhandeln, Eur. Herc. Fur. 602. – Vor Gericht ziehen, immer mit dem Nebenbegriffe des Gewaltsamen u. des Widerstrebens auf der andern Seite; Ar. Nubb. 991; Her. 2, 65 u. A.; – übertr., von Reden, wie Plat. sagt ὥσπερ σκυλάκια ἕλκειν καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον Rep. IV, 539 b; wie auch Pind. N. 7, 103 ἀτρόποις ἑλκύσαι Νεοπτόλεμον ἔπεσι zu erklären; παιδίσκην Lys. 1, 12, zur Unzucht reizen. – Wie in ἑλκόμενοι καὶ μόγις, Plat. Rep. I, 350 d, sich das Gezwungene ausspricht, so ist auch bei ἕλκειν καὶ πείϑειν τὸν λεών, V, 458 d, an ein gewaltsames Leiten, wenigstens eines nicht willig folgenden Volkes zu denken; ἐπιϑυμία ἕλκει ἐφ' ἡδονάς Phaedr. 238 a; vgl. ἄνω κάτω τοὺς λόγους Theaet. 195 c; Crat. 386 e; εἰς τυραννίδας τὰς πολιτείας Rep. VIII, 568 c. – Andere Vrbdgn sind noch νευρήν, die Sehne des Bogens anziehen, spannen, Od. 21, 419; τόξον Her. 3, 21; Xen. An. 4, 2, 28; auch im med. bei Ath. XI, 470 c; τὴν ἴυγγα, s. ἴυγξ, – das Schwert ziehen, Soph. Ant. 1208; ἔγχος ἐπί τινι Eur. Rhes. 576; μάχαιραν ἐκ κολεοῠ D. L. 6, 65; – ἱστία, die Segel aufziehen, Od. 2, 426; δίκτυον ἐς βόλον Theocr. 1, 40; – τάλαντα, die Wage aufzichen, um zu wägen, Il. 8, 72. 22, 212, woran sich die Bdtg des Gewichts reiht, welches die Wagschale niederzieht; τὰ πλεῖον ἕλκοντα βαρύτερα νομίζεται Plat. de leg. 316 a; Arist.; mit dem acc. des Gewichts, Her. öfter, z. B. τρίτον ἡμιτάλαντον ἕκαστος ἕλκων 1, 50; Arist. H. A. 8, 6; vgl. Pol. 22, 16, 19; übertr., aufwiegen, entsprechen, ἕλκων τὴν τοῦ συγγραφέως προστασίαν 12, 28, 6, vgl. 8, 21, 2; – in die Länge ziehen, τὸν χρόνον τῶν συνϑηκῶν ἀεί, Pol.; intr., λέγεται τὴν σύστασιν ἐπὶ τοσοῠτο ἑλκύσαι, soll sich so lange hingezogen haben, Her. 7, 167; τῆς συνηϑείας ἑλκυσϑείσης Pol. 31, 21, 8; – βίοτον, das Leben hinschleppen, Eur. Or. 207, wie μακρόπνουν ζόαν Phoen. 1535; γῆρας Sp.; auch ποδὸς βάσιν, einherschleichen, wie πόδα, Theocr. 7, 21; dah. vom Tanz, s. ἑλκύω; – προφάσεις, lange Ausflüchte machen (oder sie bei den Haaren herbeiziehen), Her. 6, 86; Ar. Lys. 726; vgl. πᾶν πρᾶγμα καὶ κατηγορίαν, alles Mögliche herbeiziehen, Pol. 31, 10, 4; vgl. auch λόγους oben; – in sich ziehen, einathmen, die Luft, Tim. Locr. 101 a; Arist., ταῖς ῥισί, riechen; von Pflanzen, einsaugen, Theophr.; in langen Zügen trinken, zechen, ἄμυστιν Eur. Cycl. 417; Ar. Equ. 107; πυκνάς Alex. bei Ath. XI, 470 e; auch μαστούς, Eur. Phoen. 987, vgl. Ion 1200; – das Loos ziehen, Apolld. 2, 8, 4; – πλίνϑους ἑλκύσαι, Ziegel streichen, Her. 1, 179; – ἡ ϑυρὶς ἕλκει, zieht, macht Zug, Theophr. 1; – χλανίδα, hinterher schleppen lassen, Ephipp. Ath. VIII, 347 c, wie ϑοἱμάτιον ἕλκων Archipp. bei Plut. Alcib. 1; ὄνομα, seinen Namen herleiten, bekommen, D. Per. 42, wie τὸ γένος ἀπό τινος, Strab. XI, 515; ὁ ἄρτος ἕλκει χρῶμα κάλλιστον, nimmt die Farbe an, Ath. III, 113 c; wie φαντασίαν Pol. 32, 20, 5. – Das med. oft = act.; ξίφος, er zog sein Schwert, Il. 1, 194, oft; χαίτας ἐκ κεφαλῆς, sich die Haare ausraufen, 10, 15; δίφρον ἀσσοτέρω πυρός, sich den Sessel näher ans Feuer ziehen, Od. 19, 506; – τιμάς, ἄφενος, an sich raffen, reißen, Theogn. 30. – Vom Holze, sich werfen, reißen, Theophr. – Von Flüssen, Gegenden, sich wohin ziehen, erstrecken, z. B. ἕλκεται αἶα πρὸς ἀνατολήν D. Per. 1086; a. sp. D., wie Lycophr. 702.
-
17 αλογος
21) бессловесный(σιγή Plat.)
ἄ. καταλιπών Luc. — онемевший;ἡμέρα ἄδικος καὴ ἄ. Luc. — день без судебных заседаний и речей, т.е. неприсутственный3) мат. несоизмеримый(γραμμαὴ πρὸς ἀλλήλας ἄλογοι Arst.)
4) неисчислимый, непредвиденныйἄ. τινι Thuc. — неожиданный для кого-л.
5) непостижимый, бессмысленный, непонятный, нелепый(ἄ. καὴ μέ πιστός Thuc.; δεινὸς καὴ ἄ. Plat.)
καταφεύγειν εἰς προφάσεις ἀλόγους Polyb. — выставлять невероятные предлоги6) не основанный на разуме или мышлении, механический(τριβέ καὴ ἐμπειρία Plat.)
7) неразумный, безрассудный(ὄχλος, ἡδονή Plat.)
-
18 εκδιηγεομαι
-
19 εκλειπω
(aor. 2 ἐξέλιπον)1) оставлять, уходить, покидать(τέν Βοιωτίαν Thuc.)
τέν πόλιν ἐξέλιπον εἰς χωρίον ὀχυρόν Xen. — они переселились из города в укрепленное место;ἐ. τὸν βίον Soph., Arst., Plut., φάος Eur. и τὸ ζῆν Polyb., Plut. — покидать жизнь, умирать;ἐκλιπεῖν τὸν ἀριθμόν Her. — выбыть из числа, не хватать2) покидать, бросать(τινά Soph.)
ἐ. στρατείαν Xen. — уклоняться от участия в походе3) дезертировать4) лишаться, утрачивать(τέν τυραννίδα Her.)
5) не исполнять, нарушать(ὃρκον Eur.; ξυνώμοτον Thuc.)
ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς ξυνθήκης Thuc. — невыполненные пункты договора6) проходить мимо, миновать(Ἄνδρον Her.)
7) оставлять в стороне, обходить, пренебрегатьὄχλον τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων Aesch. — я умолчу о множестве обстоятельств;
εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. — если я что-л. упустил, твое дело дополнишь (меня);θεραπείας σώματος ἐκλιπεῖν Plut. — пренебречь заботами о теле;τὸ βοηθεῖν ἐκλιπεῖν Plut. — не оказать поддержки8) оставлять, прекращать(θρήνους Eur.; γραφάς Dem.)
θήρας μόχθον ἐκλελοιπώς Eur. — прервав утомительную охоту;ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται Aesch. — упрекам нет конца9) прекращаться, кончатьсяἐκλέλοιπεν εὐφρόνη (= νύξ) Soph. — ночь прошла;
διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι τέν χιόνα Xen. — так как снег сошел;ἥ φωνέ ἐξέλιπε (v. l. ἐξέλειπε) Luc. — голос пропал;ἐπειδέ ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Lys. — после того, как предлоги у вас истощились:ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου, τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε Her. — я возвращусь к той части рассказа, которая раньше прервалась;τοὔνομα τῆς Ταρπηΐας ἐξέλιπε Plut. — имя Тарпеи было забыто10) умиратьοἱ ἐκλιπόντες или ἐκλελοιπότες Plat. — умершие
11) подвергаться затмению(ὅ ἥλιος ἐξέλιπε Thuc., Plut.; ἥ σελήνη ἐκλείπει Arst.)
-
20 ελκυω...
ἑλκύω...ἕλκω, ἑλκύω(impf. εἷλκον - эп. ἕλκον, fut. ἕλξω, aor. εἷλξα - поэт. ἕλξα, преимущ. εἵλκῠσα; pass.: fut. ἑλχθήσομαι, aor. εἵλχθην)1) тянуть, тащить, волочить(Ἕκτορα περὴ σῆμα, sc. Πατρόκλου Hom. и περὴ τείχη Eur.; τινά τινος Hom., Arph., Luc.; δίκτυον ἐς βόλον Theocr. - ср. 3)
ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον Hom. — он придвинул свой стул поближе к огню;πόδας ἑ. Theocr. — влачиться, плестись;βίοτον или ζωὰν ἑ. Eur. — влачить жизнь;ὅ μὲν ἔσω ἕλκει τὸ πλῆκτρον, ὅ δὲ ἔξω ὠθέει Her. — один тянет рулевое весло на себя, другой толкает его от себя;ἄνω κάτω τοὺς λόγους ἑ. Plat. — рассуждать и так и этак (и вкривь и вкось)2) тянуть, везти(ἡμίονοι ἕλκον ἀπήνην Hom.)
τῶν νεῶν τινας ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. — привязав некоторые из кораблей к своим, они потянули их на буксире3) вытаскивать, извлекать(ὀϊστὸν ἐκ ζωστῆρος, med. ξίφος ἐκ κολεοῖο Hom.; ἔγχος ἐπί τινι Eur.; sc. δίκτυον Arst. - ср. 1)
ἑ. τὰς πλίνθους Her. — выделывать из глины кирпичи4) стаскивать(νῆα εἰς ἅλα Hom.; ἑλκόμενος ἀπὸ τοῦ βήματος Xen.)
5) извлекать, получать6) натягивать, ставить(ἱστία Hom.; ἱστόν τε καὴ ἱστίον HH.)
τάλαντα ἕλκε μέσσα λαβών Hom. — он взял весы и поднял их7) натягивать, напрягать(νευρήν Hom.; τόξον Her., Xen.)
ἑ. ἑαυτόν Plat. — напрягаться, прилагать усилия8) волочить по земле или за собой(τὸ ἱμάτιον Arst.; πέδας Her.)
9) разрывать, растерзывать(ὀνύχεσσι παρειάν Eur.; ὑπ΄ ὄρνιθος ἢ κυνὸς ἑλκυσθῆναι Her.)
10) втягивать, вдыхать(ἀέρα, πνεῦμα Arst.)
11) втягивать, тянуть, пить(μέθυ Eur.)
12) вбирать (в себя), всасывать, поглощать(αἱ ῥίζαι ἕλκουσι τροφήν Arst.; ὅ ἥλιος ἕλκει τὸ ὕδωρ Her. и τὸ ὑγρόν Arst.)
13) сосать(Ἰοκάστης μαστόν Eur.)
14) притаскивать (в суд), силой приводить(τινὰ κλητεύσοντα Arph.)
15) утаскивать, похищать(ἕλξειν καὴ ὑβριεῖν τινα Dem.)
16) притягивать, привлекать(ὥστε Μαγνῆτις λίθος Eur.; ἐχθροὺς ἐφ΄ ἑαυτόν Dem.)
17) втягивать, вовлекать(τινὰ ἐφ΄ ἡδονάς, τὰς πολιτείας εἰς τυραννίδας Plat.)
ἕλκεσθαι πρὸς φιλοσοφίαν Plat. — быть увлеченным философией18) совращать(τέν παιοίσκην Lys.)
19) тянуть (на весах), весить(τρίτον ἡμιτάλαντον Her.; τὰ πλεῖον ἕλκοντα βαρύτερα νομίζεται Plat.)
ἑ. μεῖζον βάρος Arst. — весить больше20) med. вырывать у себя(χαίτας ἐκ κεφαλῆς Hom.)
21) тянуть (с чем-л.), затягивать(ἥ εὐωχία ἑλκυσθεῖσα Polyb.; τὸν χρόνον Plut.)
λέγεται τέν σύστασιν ἐπὴ τοσοῦτο ἑλκύσαι Her. — настолько, говорят, затянулось сражение22) (для выигрыша времени) беспрестанно придумывать(πάσας προφάσεις Her.; πᾶν πρᾶγμα καὴ κατηγορίαν Polyb.)
23) плясать(κόρδακα Arph.)
См. также в других словарях:
προφάσεις — πρόφασις motive fem nom/voc pl (attic epic ionic) πρόφασις motive fem nom/acc pl (attic ionic) προφά̱σεις , προφάω shine forth aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) προφά̱σεις , προφάω shine forth fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
επιτέμνω — (Α ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) [τέμνω] συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῑλαι», Πλούτ.) αρχ. 1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς… … Dictionary of Greek
ευπροφάσιστος — εὐπροφάσιστος, ον (Α) 1. αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως πρόφαση, ο ευλογοφανής 2. φρ. «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» είναι εύλογο 3. αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις. επίρρ... εὐπροφασίστως (ΑΜ) με ευλογοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ φασίζομαι… … Dictionary of Greek
εφαιμάσσω — ἐφαιμάσσω (Α) ματώνω, κάνω να ματώσει («ἐπί δὲ τῶν παρά τινας προφάσεις ψιλωθέντων ὀστῶν, δύναται μὲν καὶ ξύσις, ἄχρις ἄν ἐφαιμάσσηται», Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱμάσσω (< αἷμα)] … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
κλοτοπεύω — (Α) 1. χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω άπρακτος προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών κλοπή και τόπος] … Dictionary of Greek
μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… … Dictionary of Greek
μύνη — μύνη, ἡ (Α) πρόφαση, δικαιολογία («ἀλλ ἄγε μὴ μύνῃσι παρέλκετε» εμπρός, μην αναβάλλετε με προφάσεις, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με τους τ. ἀμύνω*, ἀμεύσασθαι] … Dictionary of Greek