-
1 προφανσις
-
2 προφασις
- εως ἥ1) основание, повод, мотив(ἀληθεστάτη Thuc.; εἰκυῖα Plat.)
ἥ π. τῆς αἰτίας Lys. — основание обвинения;προφάσεις καὴ αἰτίαι Thuc. — основания и причины2) предлог, отговорка, уверткаπροφάσει, ἀπὸ προφάσεως Thuc., ἐπὴ προφάσεως, ἀπὸ προφάσιος, διὰ и κατὰ πρόφασιν, προφάσιος εἵνεκεν Her., προφάσεως χάριν Arst. или ἐκ προφάσεως Polyb. — под (благовидным) предлогом;
πρόφασιν Hom., Thuc., Lys. и προφάσει NT. — для видимости, для вида;μή μοι προφάσεις! Arph. — никаких отговорок!
См. также в других словарях:
πρόφανσις — άνσεως, ἡ, ΜΑ [προφαίνω] υπόδειξη εκ τών προτέρων, οδηγία … Dictionary of Greek