Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τάλαντα

См. также в других словарях:

  • Τάλαντα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μάννα. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.), στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς, του νομού Λακωνίας. Είναι έδρα …   Dictionary of Greek

  • τάλαντα — τάλαντον balance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάλανθ' — τάλαντα , τάλαντον balance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάλαντ' — τάλαντα , τάλαντον balance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… …   Dictionary of Greek

  • Άρπαλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Πατέρας του Κάλα, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και θείος του Α. του νεότερου. 2. Α. ο νεότερος (;354 – 323 π.Χ.). Γιος του Μαχάτα, απόγονου του ήρωα Ελίμου. Παιδικός φίλος… …   Dictionary of Greek

  • αδείμαντος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Ωκύτη, ναύαρχος του Κορινθιακού στόλου την εποχή που ο Ξέρξης θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα. Όταν ο Θεμιστοκλής, έχοντας λάβει από τους Ευβοείς τριάντα τάλαντα για να ναυμαχήσει με τους Πέρσες έξω από την Εύβοια,… …   Dictionary of Greek

  • TALENTUM — Graece τάλαντον, instrumentum proprie, quô ponderabatur, unde illud Homeric. Il. β. v. 636. Διΐ ἀτάλαντος, Iovi aequiparandus: Per tralationem, ipsum pondus. Vox Graecis olim in frequenti usu, qui summas rei pecuniariae Minis et Talentis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διτάλαντος — διτάλαντος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βάρος δύο ταλάντων 2. αυτός που αξίζει δύο τάλαντα 3. το ουδ. ως ουσ. το διτάλαντον δύο τάλαντα …   Dictionary of Greek

  • πεντετάλαντος — και δ. γρφ. πεντατάλαντος, ον, Α αυτός που έχει αξία πέντε ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε πέντε τάλαντα 2. αυτός που έχει βάρος ίσο με πέντε τάλαντα 3. φρ. «πεντετάλαντος δίκη» δίκη που διεξάγεται με σκοπό την ανάκτηση ή την είσπραξη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»