Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κῠνός

См. также в других словарях:

  • Κυνός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῦνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύνος — Αρχαία πόλη και ακρωτήριο των Oπουντίων Λοκρών. Σύμφωνα με τον μύθο, η πόλη ιδρύθηκε από τον Κύνο, γιο του Λοκρού. Το 426 π.Χ. υπέστη σοβαρές καταστροφές εξαιτίας σεισμού, ενώ τον 4o αι. π.Χ. αποτελούσε μία από τις ονομαστές πόλεις των Οπουντίων… …   Dictionary of Greek

  • κυνός — κύων dog masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύνος — ψευδοκύων sham Cynic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυνός Κεφαλαί — Ονομασία, κατά την αρχαιότητα, δύο απόκρημνων βράχων μεταξύ Φαρσάλων και Λάρισας, στα Β της αρχαίας πόλης Σκοτούσσης, οι οποίοι σήμερα ονομάζονται Μαυροβούνι και έλαβαν αυτή την ονομασία εξαιτίας του σχήματός τους. Σε αυτή τη θέση, ο Θηβαίος… …   Dictionary of Greek

  • Κυνός Σήμα — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Ακρωτήριο της Θρακικής χερσονήσου, στα Ν της Μαδύτου, στο στενό του Ελλησπόντου. Εκεί –σύμφωνα με την παράδοση– είχε ταφεί η Εκάβη, μεταμορφωμένη σε σκύλο. Το ακρωτήριο έγινε ονομαστό από τη νικηφόρα ναυμαχία των… …   Dictionary of Greek

  • Киноскефалы — (Κυνός κεφαλαί) несколько холмов (похожих на собачьи головы) близ Скотуссы в Фессалии, у которых в 364 г. до Р. Х. был убит Пелопид в битве с Александром, тираном ферейским, а в 197 г. царь македонский Филипп потерпел полное поражение от римлян,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • КИНОССЕМА —    • Κυνός ση̃μα,          собачья могила,        1. оконечность фракийского Херсонеса у Мадита, названная так потому, что здесь, по преданию, Гекуба была превращена в собаку. Еиr. Нес. 1275. Thuc. 8, 104. Strab. 13, 595;        2. мыс в Карий,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Κυνῶ — Κυνός masc gen sg (doric aeolic) Κυνώ bitch fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κυνώ bitch fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυνῶν — Κυνός masc gen pl Κυνώ bitch fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»