-
1 Ινδικοί
-
2 Ἰνδικοί
-
3 κύων
Aκύον Il.8.423
,κύων Archipp.6
: pl., nom. κύνες, gen. κυνῶν, dat.κυσί Il.17.272
, al., [dialect] Ep.κύνεσσι 1.4
, acc. κύνας:—dog, bitch, Hom., etc.; of shepherds' dogs, Il.10.183, 12.303; watch-dogs, 22.66; but in Hom. more freq. of hounds, Il.8.338, al.;κυσὶ θηρευτῇσι 11.325
;κύνε εἰδότε θήρης 10.360
; later, when of hounds, mostly in fem., S.Aj.8, E.Hipp.18, etc.;κ. Λάκαινα Pi.Fr. 106
, S.l.c., X. Cyn.10.1, cf. Arist.HA 608a27, al.; Μολοττικαὶ κ. Alexis Hist. ap. Ath.12.54od, etc.; but , cf. Hdt.1.192: prov., κυσὶν πεινῶσιν οὐχὶ βρώσιμα 'not fit for a dog', Com.Adesp.1205.4;χεῖρον ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Men.802
; κύνα δέρειν δεδαρμένην 'flog a dead horse', Pherecr.179; ἡ κ. κατακειμένη ἐν τῇ φάτνῃ 'dog in the manger', Luc.Ind.30, al.; χαλεπὸν χορίω κύνα γεῦσαι it's ill to let a dog 'taste blood', Theoc.10.11; νή or μὰ τὸν κύνα was a favourite oath of Socrates, Pl.Ap. 22a (cf. Sch.), Grg. 482b; used familiarly at Athens, Ar.V.83; οἷς ἦν μέγιστος ὅρκος.. κύων, ἔπειτα χήν· θεοὺς δ' ἐσίγων, of primitive men, Cratin.231.II as a word of reproach, freq. in Hom. of women, to denote shamelessness or audacity; applied by Helen to herself, Il.6.344, 356; by Iris to Athena, 8.423; by Hera to Artemis, 21.481: of the maids in the house of Odysseus, Od.18.338, al.: later, in a coarse sense, Ar.V. 1402; ἡ ῥαψῳδὸς κ., of the Sphinx, S.OT 391, cf.A.Fr. 236 (lyr.); of men,κακαὶ κ. Il.13.623
; implying recklessness, 8.299, 527, Od.17.248, 22.35; also of offensive persons, compared to yapping dogs, LXX Ps.21(22).17, Ep.Phil.3.2; κ. λαίθαργος, = λαθροδήκτης, metaph., of a person, S.Fr. 885, cf. E. Fr. 555: prov.,μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κ. Ev.Matt.7.6
.2 metaph., of persons, watch-dog, guardian, τῶν σταθμῶν κ., of Agamemnon, A. Ag. 896; δωμάτων κ., of Clytemnestra, ib. 607, cf. Ar.Eq. 1023.3 of the Cynics,ἀρέσκει τούτοις κυνῶν μεταμφιέννυσθαι βίον Phld.Sto.Herc. 339.8
: hence, Cynic philosopher, Arist.Rh. 1411a24, AP7.65 (Antip.), 413 (Id.), Plu.2.717c, Ath.5.216b, Epigr. ap. D.L.6.19, 60, Baillet Inscriptions des tombeaux des rois 172.III freq. in Mythology of the servants, agents or watchers of the gods, Διὸς πτηνὸς κύων, of the eagle, A.Pr. 1022, cf. Ag. 136 (lyr.), S.Fr. 884; of the griffins,Ζηνὸς ἀκραγεῖς κ. A.Pr. 803
; of the Furies,μετάδρομοι.. πανουργημάτων ἄφυκτοι κ. S.El. 1388
(lyr.), cf. A.Ch. 924, E.Fr. 383; Pan is the κύων of Cybele, Pi.Fr.96: Pythag., Περσεφόνης κύνες, of the planets, Arist. Fr. 196: so Com., Ἡφαίστου κ., of sparks, Alex.149.16; of various mythical beings, as Cerberus,κ. Ἀΐδαο Il.8.368
, cf. Od.11.623, X. An.6.2.2; Harpies, A.R.2.289; of Hecate, in Mithraic worship, Porph.Abst.4.16; of theΒάκχαι, Λύσσας κ. E.Ba. 977
(lyr.); Λέρνας κ., of the hydra, Id.HF 420 (lyr.); of a great fish,Τρίτωνος κ. Lyc. 34
.IV dog-fish or shark, Od.12.96, cf. Epich.68, Cratin.161, Arist.HA 566a31; κ. ἄγριος, κ. γαλεός and κ. κεντρίτης or κεντρίνη, Opp.H.1.373, Ael.NA1.55; ξιφίας κ., of the sword-fish, Anaxipp. 2.3.V = σείριος (q.v.), dog-star, i.e. the hound of Orion, Il.22.29; in full,σειρίου κυνὸς δίκην S.Fr. 803
, cf. A.Ag. 967;κυνὸς ψυχρὰν δύσιν S.Fr.432.11
;πρὸ τοῦ κυνός Eup.147
; μετὰ κυνὸς ἐπιτολήν, περὶ κ. ἐ., Arist.Mete. 361b35, HA 602a26; ἐπὶ κυνί ib. 600a4, Syngr. ap. D. 35.13; , D.S.19.109;περὶ κύνα Thphr.CP 3.3.3
;μετὰ κύνα Id.HP1.9.5
; also of the whole constellation, Arat. 327, Gal.17(1).17.VI the ace, the worst throw at dice, Poll.9.100, Eust.1289.63.VII frenum praeputii, Antyll. ap. Orib.50.3.1: with pun on the prov. ap.Pherecr.l.c. (supr. 1), Ar.Lys. 158: with pun on signf.v, AP5.104 (Marc. Arg.).IX unilateral facial paralysis, Gal.8.573.X = ἀπομαγδαλία, Dsc. ap. Eust.1857.19.XI ξυλίνη κ., = κυνόσβατος, Orac. ap. Did ap.Ath.2.70c.
См. также в других словарях:
Ἰνδικοί — Ἰνδικός a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… … Dictionary of Greek
Άστιγξ, Γουόρεν — (Warren Hastings, 1732 – 1818). Βρετανός γενικός διοικητής της Βεγγάλης (ορθή προφορά: Xάστινγκς). Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στην υπηρεσία της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών και 40 ετών έγινε διοικητής της Βεγγάλης. Πραγματοποίησε μία εργασία… … Dictionary of Greek
Κολόμπο — I (Colombο). Πόλη (642.163 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα, έδρα της ομώνυμης επαρχίας (699 τ. χλμ., 2.234.289 κάτ.). Βρίσκεται στον Ινδικό ωκεανό, κοντά στις εκβολές του ποταμού Κελάνι (Κελάνι Γκάνγκα). Το λιμάνι του Κ., αν και… … Dictionary of Greek
Μπουμπανεσβάρ — (Bhubaneswar). Πόλη (672.800 κάτ.) της Ινδίας. Βρίσκεται στην πεδιάδα του Πούρι και θεωρείται σημαντικό αγροτικό κέντρο, κυρίως παραγωγής ρυζιού. Η πόλη είναι ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά κέντρα της Ινδίας και έδρα πανεπιστημίου. Πολλά… … Dictionary of Greek