Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἰνδικοί

См. также в других словарях:

  • Ἰνδικοί — Ἰνδικός a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek

  • Άστιγξ, Γουόρεν — (Warren Hastings, 1732 – 1818). Βρετανός γενικός διοικητής της Βεγγάλης (ορθή προφορά: Xάστινγκς). Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στην υπηρεσία της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών και 40 ετών έγινε διοικητής της Βεγγάλης. Πραγματοποίησε μία εργασία… …   Dictionary of Greek

  • Κολόμπο — I (Colombο). Πόλη (642.163 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα, έδρα της ομώνυμης επαρχίας (699 τ. χλμ., 2.234.289 κάτ.). Βρίσκεται στον Ινδικό ωκεανό, κοντά στις εκβολές του ποταμού Κελάνι (Κελάνι Γκάνγκα). Το λιμάνι του Κ., αν και… …   Dictionary of Greek

  • Μπουμπανεσβάρ — (Bhubaneswar). Πόλη (672.800 κάτ.) της Ινδίας. Βρίσκεται στην πεδιάδα του Πούρι και θεωρείται σημαντικό αγροτικό κέντρο, κυρίως παραγωγής ρυζιού. Η πόλη είναι ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά κέντρα της Ινδίας και έδρα πανεπιστημίου. Πολλά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»