-
1 απομαγδαλία
ἀπομαγδαλίᾱ, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem nom /voc /acc dualἀπομαγδαλίᾱ, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀπομαγδαλίαι, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem nom /voc plἀπομαγδαλίᾱͅ, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 απομαγδαλιά
ἀπομαγδαλιά̱, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem nom /voc /acc dualἀπομαγδαλιά̱, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀπομαγδαλιά
ἀπομαγδαλιά̱, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem nom /voc /acc dualἀπομαγδαλιά̱, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
4 απομαγδαλιά
-
5 ἀπομαγδαλιᾷ
-
6 ἀπομαγδαλία
Βλ. λ. απομαγδαλία -
7 ἀπομαγδαλίᾳ
Βλ. λ. απομαγδαλία -
8 ἀπομαγδαλία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομαγδαλία
-
9 απομαγδαλίας
ἀπομαγδαλίᾱς, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem acc plἀπομαγδαλίᾱς, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἀπομαγδαλίας
ἀπομαγδαλίᾱς, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem acc plἀπομαγδαλίᾱς, ἀπομαγδαλίαthe crumb: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 απομαγδαλιάν
-
12 ἀπομαγδαλιάν
-
13 απομαγδαλιάς
-
14 ἀπομαγδαλιάς
-
15 απομαγδαλίαν
-
16 ἀπομαγδαλίαν
-
17 απομαγδαλιαίς
-
18 ἀπομαγδαλιαῖς
-
19 απομαγδαλιαί
-
20 ἀπομαγδαλιαί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπομαγδαλιά — ἀπομαγδαλιά̱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc/acc dual ἀπομαγδαλιά̱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλία — ἀπομαγδαλίᾱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc/acc dual ἀπομαγδαλίᾱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απομαγδαλία — ἀπομαγδαλία κ. ιά, η (AM ἀπομαγδαλίς) ψίχα ψωμιού με την οποία καθάριζαν τα χέρια τους μετά το δείπνο και την έριχναν στους σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απομαγδαλιά, όπως και το μτγν. μαγδαλιά, σχηματίστηκε κατά τα αρμαλιά, φυταλιά κ.ά., ως προς το… … Dictionary of Greek
ἀπομαγδαλιᾷ — ἀπομαγδαλία the crumb fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλίᾳ — ἀπομαγδαλίαι , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc pl ἀπομαγδαλίᾱͅ , ἀπομαγδαλία the crumb fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλίας — ἀπομαγδαλίᾱς , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc pl ἀπομαγδαλίᾱς , ἀπομαγδαλία the crumb fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλιάν — ἀπομαγδαλιά̱ν , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλιάς — ἀπομαγδαλιά̱ς , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλίαν — ἀπομαγδαλίᾱν , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλιαῖς — ἀπομαγδαλία the crumb fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλιαί — ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)