Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κώρα

См. также в других словарях:

  • κώρα — κώρᾱ , κόρη girl fem nom/voc/acc dual (doric) κώρᾱ , κόρη girl fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κώρᾱ , κώρα girl fem nom/voc/acc dual κώρᾱ , κώρα girl fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώρᾳ — κώρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic doric aeolic) κώρᾱͅ , κώρα girl fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώρα — (I) κώρα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κόρη. (II) κώρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὕβρις». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορέω (ΙΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • κώρας — κώρᾱς , κόρη girl fem acc pl (doric) κώρᾱς , κόρη girl fem gen sg (attic doric aeolic) κώρᾱς , κώρα girl fem acc pl κώρᾱς , κώρα girl fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώραν — κώρᾱν , κόρη girl fem acc sg (attic doric aeolic) κώρᾱν , κώρα girl fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kore (Skulptur) — Korenhalle des Erechtheions Kore, Plural Koren (von attisch κόρη „Mädchen“, „Jungfrau“; auch κούρη (Homer), κώρα (dorisch), κόρα (Lesbos Attisch); griechischer Plural: κόραι, auch κούραι, κώραι ko(u)rai) bezeichnet in der archaisch griechischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Ионийские диалекты древнегреческого языка — Расположение греческих диалектов в классический период …   Википедия

  • CAMELORUM Pili — in Caspiis olim fuêre mollissimi et ex iis confectae vestes ad delitias pertinebant. Aelian. Hist. l. 17. c. 34. Κάμηλοι δ᾿ ἀριθμοῦνται πλείους, αἱ μέγιςται κατὰ τοὺς ἵππους τοὺς μεγίςτους, δ᾿τβιχες ἄγαν. ἁπαλαὶ ράς εἰσι σφξ´δρα αἱ τούτων τρίχεξ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καρίς — και δωρ. τ. κουρίς ή κωρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. μορφή τού κάραβος «καραβίδα», οπότε οι τ. κωρίς και κουρίς μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. σύνδεση με …   Dictionary of Greek

  • κορέω — (I) κορέω (Α) βλ. κορεννύω. (II) κορέω (Α) 1. σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.) 2. ερημώνω, σαρώνω έναν τόπο, εξολοθρεύω τους κατοίκους («κατάθου τὸ κόρημα μὴ κκόρει τὴν Ἑλλάδα» άφησε κάτω τη σκούπα μη σαρώνεις την Ελλάδα,… …   Dictionary of Greek

  • κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»