Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κωρίς

См. также в других словарях:

  • κωρίς — κωρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. γαρίδα 2. (κατά τον Ησύχ.) ψαλίδα …   Dictionary of Greek

  • κωρίς — shrimp (Crangon fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρίδας — κωρίς shrimp (Crangon fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρίδες — κωρίς shrimp (Crangon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρίς — και δωρ. τ. κουρίς ή κωρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. μορφή τού κάραβος «καραβίδα», οπότε οι τ. κωρίς και κουρίς μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. σύνδεση με …   Dictionary of Greek

  • κουρίς — κουρίς, δωρ. τ. κωρίς, ίδος, ἡ (Α) [κουρά] 1. ξυράφι 2. κομμώτρια 3. ως κύρ. όν. Κουρίς τίτλος δραμάτων τών κωμικών Αντιφάνους, Αλέξιδος και Άμφιδος 4. δωρ. τ. τού καρίς 5. φρ. «κουρίδες μάχαιραι» τα ψαλίδια με τα οποία γίνεται το κούρεμα τών… …   Dictionary of Greek

  • k̂er-, k̂erǝ- : k̂rā-, k̂erei-, k̂ereu- —     k̂er , k̂erǝ : k̂rā , k̂erei , k̂ereu     English meaning: head; horn     Deutsche Übersetzung: “das Oberste am Кörper: Kopf; Horn (and gehörnte Tiere); Gipfel”     Material: O.Ind. síras n. (ved. only nom. acc.) “head, cusp, peak”, Av. sarah …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»