-
1 ίδος
-
2 ἶδος
-
3 ίδος
ίδοςfem nom sgιδοςwomen's apartments: fem nom sg -
4 ἰδός
ἰδός· ὁδός, σῶμα, Hsch. -
5 ἶδος
2 warmth, Emp.62.5, prob. in Id.21.4; violent heat, Hes.Sc. 397, Call. Fr. 124 (prob.), D.P.966; cf. ἰδίω. -
6 ίδος
ἐπιπακτίς, ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `rupture-wort, Herniaria glabra' (Dsk. 4, 108); Pliny has epicactis (13,114), André, Lexique s.v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From *ἐπίπᾰκτος `confirmed, closed' to ἐπιπήγνυμι (cf. ἐπιπᾰκτόω `close'), because of its healing function. Cf. the plant name πηκτή = σύμφυτον and Strömberg Pflanzennamen 89. On the short α in ( ἐπι)πακτόω s. Wackernagel Unt. 11.Page in Frisk: 1,540Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ίδος
-
7 ἀγκαλίς,-ῖδος
+ ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 24,19 -
8 ἄγρωστις,-ιδος
ἡ N 3 1-0-4-0-1=6 Dt 32,2; Is 9,17; 37,27; Hos 10,4; Mi 5,6grass, weed -
9 ἀποστάτις,-ιδος
ἡ N 3 0-0-0-2-2=4 Ezr 4,12.15; 1 Ezr 2,14.17rebel (fem. of ἀποστάτης); neol. -
10 διπλοΐς,-ΐδος
ἡ N 3 0-6-0-2-1=9 1 Sm 2,19; 15,27; 24,5.6.12double cloak; neol.? -
11 ἐργάτις,-ιδος
ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Prv 6,8a -
12 ἔρις,-ιδος
+ ἡ N 3 0-0-0-0-3=3 Sir 28,11; 40,4.9quarrel, strifeCf. SPICQ 1978a, 288-291 -
13 εὔελπις,-ιδος
A 0-0-0-1-2=3 Prv 19,18; 3 Mc 2,33; Wis 12,19hopeful, cheerful -
14 ἴασπις,-ιδος
+ ἡ N 3 2-0-2-0-0=4 Ex 28,18; 36,18(39,11); Is 54,12; Ez 28,13jasper (precious stone)Cf. WEVERS 1990, 453; →NIDNTT -
15 ἰσοπολίτις,-ιδος
ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 13,9fem. of ἰσοπολίτης; one enjoying equal political rights; τῆς ἰσοπολίτιδος καμίνου of the equally political furnaceCf. RENEHAN 1975, 112; →LSJ RSuppl -
16 καμηλοπάρδαλις,-εωσ/ιδος
ἡ N 3 1-0-0-0-0=1 Dt 14,5camelopard, giraffeCf. MOSÈS 1970, 358 -
17 κηλίς,-ῖδος
ἡ N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 6,25; Wis 13,14stain, spot Wis 13,14; stain, blemish 2 Mc 6,25 -
18 κνημίς,-ῖδος
ἡ N 3 0-1-0-0-0=1 1 Sm 17,6greave, legging -
19 κρηπίς,-ῖδος
ἡ N 3 0-3-1-0-2=6 Jos 3,15; 4,18; 1 Chr 12,16; Jl2,17; 1 Mc 9,43foundation, base, foot (of an altar) Jl 2,17; (river) bank Jos 3,15 Cf. HARL 1999 31.64; HAUSPIE 2002, forth-coming; →LSJ Suppl -
20 μύστις,-ιδος
ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 8,4fem. of μύστης; one who is initiated, one who is privy to; neol.
См. также в других словарях:
ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ … Dictionary of Greek
ίδος — fem nom sg ιδος women s apartments fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶδος — sweat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμφίς — ίδος, ή, ῑδος, ἡ, Α η πέμφιγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμφιξ, κατά τα θηλυκά σε ίς, ίδος, εφόσον δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ.] … Dictionary of Greek
προκνίς — ῑδος ή πρόκνις ή πρόκρις, ιδος, ἡ, Α είδος ξηρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα προκ τού περκνός* με ανώμαλο φωνηεντισμό ο , έρρινο επίθημα ν και κατάλ. ίς, ῑδος] … Dictionary of Greek
πτάκις — ιδος ή πτακίς, ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (ως ανώμαλος τ. θηλ. τού πτάξ) η δειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. πτέρ ις)] … Dictionary of Greek
Πελασγίς — ίδος και Πελασγιάς, άδος, ή, Α 1. Πελασγική 2. προσωνυμία τής Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και τής Δήμητρος στο Άργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πηγασίς — ίδος, ἡ, Α η πηγή που ανάβλυσε στον Κιθαιρώνα από την οπλή τού Πηγάσου, η Ιπποκρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πλαταιίς — ίδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Μηλ ίς)] … Dictionary of Greek
Προποντίς — ίδος, η, ΝΑ, και Προποντίδα Ν εσωτερική θάλασσα που χωρίζει την ασιατική από την ευρωπαϊκή ήπειρο και η οποία συνδέεται βορειοανατολικά μέσω τού Βοσπόρου με τον Εύξεινο Πόντο, και νοτιοδυτικά, μέσω τών Δαρδανελλίων, με το Αιγαίο Πέλαγος και που,… … Dictionary of Greek
Ρωμαΐς — ίδος, ἡ, Α μτγν. θηλ. τού Ρωμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek