Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Κορίσκος

См. также в других словарях:

  • κορίσκος — κορίσκος, ὁ (Α) (υποκορ. τού κόρος) 1. αγοράκι 2. ως κύριο όν. Κορίσκος (για δήλωση ενός υποτιθέμενου προσώπου) ο τάδε, ο δείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρος (ΙΙ) «αγόρι» + υποκορ. κατάλ. ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • κορίσκος — any supposed person masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίσκε — κορίσκος any supposed person masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίσκον — κορίσκος any supposed person masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίσκου — κορίσκος any supposed person masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίσκῳ — κορίσκος any supposed person masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»