Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κυάμου

См. также в других словарях:

  • κυάμου — κύαμος bean masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КИАМЫ —    • Κύαμοι,          бобы, употреблялись в Афинах при выборах в должности посредством жребиев. При этих выборах обыкновенно ставились две урны: в одну опускались таблички (πινάκια) с именами кандидатов; чье имя и известного цвета боб… …   Реальный словарь классических древностей

  • БУЛЕ —    • Βουλή,          совет. Уже у Гомера мы видим противоположение совета знатных и князей общему собранию войска (Il. 2). В аристократических государствах главы знатных фамилий, призванные к тому по выбору или по рождению, образовали совет, в… …   Реальный словарь классических древностей

  • КЛИСФЕН —    • Clisthĕnes,          Κλεισθένης,        1. последний тиран сикионский, потомок Орфагора, принадлежал к племени эгиалейцев, охватывающее собой население, бывшее там раньше дорян. Он переименовал эгиалейцев в архелайцев и в то же время… …   Реальный словарь классических древностей

  • CYAMITA — templum Heroi sacrum, qui fabas serendi modum primus Graecis tradidisse memoratur Pausaniae, l. 1. κύαμος enim faba est, 2. mill. pass. Eleusine, in agro Attico: cuius hodieque rudera supersunt. Iac. Sponius, Itiner. Graeciae Part. 2. p. 278.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • κιβούρι — το (ΑΜ κιβώριον, Μ και κιβούριον και κιβούριν) νεοελλ. μσν. τάφος, μνήμα 2. φέρετρο 3. ονομασία χορδόφωνου οργάνου μσν. 1. θολωτή στέγη, «ουρανός», κουβούκλιο πάνω από την αγία τράπεζα 2. θολωτό ταφικό μνημείο 3. σαρκοφάγος 4. κιβώτιο αρχ. 1. το… …   Dictionary of Greek

  • κυαμευτός — κυαμευτός, η, όν (Α) [κυαμεύω] 1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.) 2. (για ψηφοφορία) αυτή που… …   Dictionary of Greek

  • κυαμιαίος — κυαμιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μέγεθος κυάμου, όσος ένα κουκί («ἐς ταύτην ἐμβάλλονται κλῆροι μικροί, ὅσον δὴ κυαμιαῑοι τὸ μέγεθος», Λουκιαν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποταμ ιαῖος, στιγμ ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

  • κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος …   Dictionary of Greek

  • λέπος — το (Α λέπος) [λέπω] λέπι ή φολίδα αρχ. φλοιός, κέλυφος («κυάμου λέπος», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»