Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κηρίς

См. также в других словарях:

  • κηρίς — κηρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < κηρός λόγω τού χρώματος τού ψαριού. Ίσως όμως και να πρόκειται για δ. γρφ. τού κιρρίς*] …   Dictionary of Greek

  • κηρίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίδα — κηρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίδος — κηρίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίν — κηρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

  • κιρρίς — κιρρίς, ίδος, ἡ (Α) [κιρρός] 1. είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κηρίς 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) είδος γερακιού β) (στους Λάκωνες) λύχνος …   Dictionary of Greek

  • τσίρος — και τζίρος, ο, ΝΜ, και τζῆρος και τζύρος Μ αποξηραμένο αρσενικό και άπαχο σκουμπρί νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος άνθρωπος («έγινε τσίρος από την πείνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κηρίς «είδος ψαριού» με τσιτακισμό. Κατ άλλους …   Dictionary of Greek

  • κηρί — κήρ the goddess of death fem dat sg κηρίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»