-
1 κηρός (2)
Grammatical information: m.Meaning: `wax' (Od.).Compounds: Often as 1. member, e. g. in κηρό-δε-τος `with wax fitted together' (Theoc. a. o.), κηρο-πλάσ-της `wax-sculptor' (Pl.), κηρο-τακ-ίς f. "hot plate", (to keep wax paints hot) ( PHolm. 6, 33; cf. Lagercrantz ad loc.); as 2. member e. g. in πισσό-κηρος m. `propolis, a mix of resin and wax, with which bees line their hives, bee-bread' (Arist., Plin.; beside it κηρό-πισσος `ointment from wax and resin' [Hp.], cf. Risch IF 59, 58), μελί-κηρος `bee-wax' (pap.); beside it: μελι-κήρ-ιον `honeycomb' (Sm.), μελι-κηρ-ίς `id.', metaph. `cyst or wen' (which resembles a honeycomb) (Hp., pap.), μελί-κηρᾰ f. `spawn of the murex' (Arist.).Derivatives: 1. κηρίον `wax-cake, honeycomb' (IA. h. Merc. 559; Zumbach Neuerungen 11) with κηρίδιον (Aët.), κηριώδης `honeycomb-like' (Thphr.), κηρίωμα `tearing eyes' (S. Fr. 715), κηριάζω `spawn', of the purple (snail), as its spawn resembles a honeycomb (Arist.). - 2. κήρινος `of wax' (Alcm., Att.) with κηρίνη (sc. ἔμπλαστρος) name of a plaster (medic.); 3. κήρινθος m. `bee-bread' (Arist., Plin., H.; on the identical GN s. v. Blumenthal ZONF 13, 251); 4. κηρίων, - ωνος `wax-candle, -torch' (Plu., Gal.; Chantraine Formation 165, Schwyzer 487); 5. κηρών, - ῶνος `bee-hive' (sch.); 6. κηρίς fish-name = κιρρίς? (Diph. Siph., Alex. Trall.; s. κιρρός), prob. after the yellow colour; cf. Strömberg Fischnamen 20f., Thompson Fishes s. v.; 7. κηρῖτις ( λίθος) `wax-like stone' (Plin. HN 37, 153: "cerae similis"; Redard Les noms grecs en - της 55); 8. *κηροῦσσα in Lat. cērussa `white-lead' ( Plaut.; cf. W.-Hofmann s. v. and Friedmann Die jon. u. att. Wörter im Altlatein 94f.). - Denominative verbs: 1. κηρόομαι, - όω `be covered with wax resp. cover' (Hp., Herod., AP) with κήρωσις `bee-wax' (Arist.); κήρωμα `wax-ointment, -plaster' (Hp.; cf. Chantraine Formation 186f., Lat. cērōma), - ματικός, - ματίτης, - ματιστής (Redard 47); κηρωτή `id.' (Hp., Ar., Dsc.) with κηρωτάριον `id.' (medic.); 2. κηρίζω `look like wax' (Zos. Alch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The connexion by Curtius 149 with a Baltic word for `honeycomb', Lith. korỹs, Latv. kâre(s), is rejected or doubted by several scholars (Osthoff Etym. parerga 1, 18ff., Fraenkel Lit. et. Wb. s. korỹs, Specht Ursprung 52). As a Dor. *κᾱρός cannot be shown (Osthoff l. c.) and as borrowing of IA. κηρός in another language cannot be demonstrated, the comparison seems impossible (Lith. has IE.ā, the Greek form ē). As further for the Indoeuropeans bee-culture can hardly be expected (on IE. names for the products of bees s. on μέλι and μέθυ), one must reckon for κηρός with foreign origin (cf. Haupt Actes du 16éme congr. des orientalistes [1912] 84f., Schrader-Nehring Reallex. 1, 140f., Chantraine Formation 371, Deroy Glotta 35, 190, Alessio Studi etr. 19, 161ff., Belardi Doxa 3, 210). - From κηρός prob. as LW [loanword] Lat. cēra (-a after tabella, crēta; details in W.-Hofmann s. v.); from Lat. cēreolus Gr. κηρίολος `wax-candle' (Ephesos IIp). The word κήρινθος `bee-bread' seems Pre-Greek. Wrong Huld in EIEC 637Page in Frisk: 1,843-844Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κηρός (2)
-
2 μελίκηρος
μελί-κηρος, ὁ,A beeswax, PMed.Lond.155 ii 1,15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελίκηρος
-
3 μελικήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελικήριον
См. также в других словарях:
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek
μελίκηρος — μελίκηρος, ὁ (Α) το κερί τών μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κηρός (πρβλ. πισσό κηρος)] … Dictionary of Greek
μελίκηρα — μελίκηρα, ἡ (Α) 1. τα αβγά τής πορφύρας, τα οποία μοιάζουν με κηρήθρα («αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῡ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταυτὸ ποιοῡσι τὴν καλουμένην μελίκηραν», Αριστοτ.) 2. μελόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κηρός] … Dictionary of Greek
υπόκηρος — ον, Α 1. (για μέλι) αναμεμιγμένος με κερί 2. μτφ. πολυσύνθετος, πολύπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κηρός «κερί» (πρβλ. ἔγ κηρος, ἐπί κηρος)] … Dictionary of Greek
κήρινος — και κέρινος, η, ο και κερένιος, ια, ιο (ΑΜ κήρινος, ίνη, ον) [κηρός] 1. ο κατασκευασμένος από κερί 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη ουσία που εξάγεται από τον κηρό μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… … Dictionary of Greek
κηρήθρα — Πίτα από κερί, την οποία κατασκευάζουν οι μέλισσες για την αποθήκευση του μελιού. Επικρέμεται στην οροφή της κυψέλης και αποτελείται από πλήθος μικρά εξάγωνα κελιά, μέσα στα οποία οι μέλισσες τοποθετούν το μέλι. Πολλές φορές, οι μελισσοκόμοι… … Dictionary of Greek
κήρινθος — I (1ος αι. μ.Χ.). Ιουδαίος αιρετικός. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, μετέβη στην Παλαιστίνη κατά τους αποστολικούς χρόνους και εκεί ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Δίδασκε ότι ο Ιησούς δεν ήταν Υιός του Θεού, αλλά γιος κοινών ανθρώπων (του Ιωσήφ… … Dictionary of Greek
κηροδόχος — ο (Α κηροδόχος, ον) νεοελλ. 1. αυτός στον οποίο γίνεται η τήξη τού κηρού («χάλκινος λέβητας κηροδόχος») 2. φρ. «κηροδόχος δίσκος» ο δίσκος τού μανουαλιού στον οποίο στήνονται τα αναμμένα κεριά στην εκκλησία αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κηροδόχος (κατά… … Dictionary of Greek