Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κηριώδης

См. также в других словарях:

  • κηριώδης — ες (Α κηριώδης, ῶδες) [κηρίον] νεοελλ. φρ. «κηριώδης στοματίτιδα» ιατρ. χρόνια φλεγμονή τού στόματος, ιδίως σε παιδιά που πάσχουν από χοιράδωση, δηλ. από εξόγκωση τών λεμφαδένων τού λαιμού αρχ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, τής κηρήθρας… …   Dictionary of Greek

  • κηριῶδες — κηριώδης arranged like a honeycomb masc/fem voc sg κηριώδης arranged like a honeycomb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»