-
1 κερδοσύνη
κερδοσύνηcunning: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κερδοσύνηcunning: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 κερδοσύνη
κερδοσύνη, ἡ,A cunning, craft: dat. κερδοσύνῃ as Adv., cunningly, Il.22.247, Od.4.251, 14.31: pl., ἐπὶ κερδοσύνας τετραμμένοι Cleanth. Hymn.1.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδοσύνη
-
3 κερδοσύνη
κερδοσύνη: craft; only dat. as adv., cunningly, craftily.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κερδοσύνη
-
4 κερδοσύνῃ
Βλ. λ. κερδοσύνη -
5 κερδοσύνης
κερδοσύνηcunning: fem gen sg (attic epic ionic)——————κερδοσύνηcunning: fem dat pl (epic) -
6 κερδαλεότης
κερδοσύνηcunning: fem nom sg -
7 κερδαλεότητα
κερδοσύνηcunning: fem acc sg -
8 κερδαλεότητι
κερδοσύνηcunning: fem dat sg -
9 κερδοσύνην
κερδοσύνηcunning: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 κερδοσύνας
κερδοσύνᾱς, κερδοσύνηcunning: fem acc plκερδοσύνᾱς, κερδοσύνηcunning: fem gen sg (doric aeolic) -
11 κερδοσύνησι
-
12 κερδοσύνῃσι
-
13 κερδοσύνησιν
-
14 κερδοσύνῃσιν
-
15 καί
καί, Conj., copulative, joining words and sentences,A and; also Adv., even, also, just, freq. expressing emphatic assertion or assent, corresponding as positive to the negative οὐ ([etym.] μή ) or οὐδέ ([etym.] μηδέ).A copulative, and,I joining words or sentences to those preceding,ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσινεῦσε Κρονίων Il.1.528
, etc.: repeated with two or more Nouns,αἱ δὲ ἔλαφοι κ. δορκάδες κ. οἱ ἄγριοι οἶες κ. οἱ ὄνοι οἱ ἄγριοι X.Cyr.1.4.7
; joining only the last pair, Cleom.2.1 (p.168.5 Z.), Phlp.in APr.239.30, etc., v. l. in Arist.Po. 1451a20; ὁ ὄχλος πλείων κ. πλείων ἐπέρρει more and more, X.Cyr.7.5.39; to add epithets afterπολύς, πολλὰ κ. ἐσθλά Il.9.330
;πολλὰ κ. μεγάλα D.28.1
, etc.2 to addalimiting or defining expression, πρὸς μακρὸν ὄρος κ. Κύνθιον ὄχθον to the mountain and specially to.., h.Ap. 17, cf. A.Ag. 63 (anap.), S.Tr. 1277 (anap.) (sts. in reverse order,πρὸς δῶμα Διὸς κ. μακρὸν Ὄλυμπον Il.5.398
); to add by way of climax, θεῶν.. κ. Ποσειδῶνος all the gods, and above all.., A.Pers. 750, etc.;ἐχθροὶ κ. ἔχθιστοι Th.7.68
;τινὲς κ. συχνοί Pl.Grg. 455c
; freq. ἄλλοι τε καί.., ἄλλως τε καί.. , v. ἄλλος 11.6,ἄλλως 1.3
; ὀλίγου τινὸς ἄξια κ. οὐδενός little or nothing, Id.Ap. 23a: joined with the demonstr. Pron. οὗτος (q. v.),εἶναι.. δούλοισι, κ. τούτοισι ὡς δρηπέτῃσι Hdt.6.11
, cf. 1.147; κ. ταῦτα and this too..,γελᾶν ἀναπείθειν, κ. ταῦθ' οὕτω πολέμιον ὄντα τῷ γέλωτι X.Cyr.2.2.16
, etc.II at the beginning of a sentence,1 in appeals or requests,καί μοι δὸς τὴν Χεῖρα Il.23.75
; καί μοι λέγε.., καί μοι ἀπόκριναι.. , Pl.Euthphr.3a, Grg. 462b; freq. in Oratt., καί μοι λέγε.. τὸ ψήφισμα, καί μοι ἀνάγνωθι.. , D.18.105, Lys.14.8, etc.2 in questions, to introduce an objection or express surprise, κ. τίς τόδ' ἐξίκοιτ' ἂν ἀγγέλων τάχος; A.Ag. 280; κ. πῶς.. ; pray how..? E. Ph. 1348; κ. δὴ τί.. ; but then what..? Id.Hel. 101; κ. ποῖον.. ; S.Aj. 462; κ. τίς εἶδε πώποτε βοῦς κριβανίτας; Ar.Ach.86; κἄπειτ' ἔκανες; E.Med. 1398 (anap.); κ. τίς πώποτε Χαριζόμενος ἑτέρῳ τοῦτο εἰργάσατο; Antipho 5.57, cf. Is.1.20, Isoc.12.23, Pl. Tht. 163d,al.4 at the beginning of a speech, Lys.Fr. 36a.III after words implying sameness or like ness, as, γνώμῃσι ἐχρέωντο ὁμοίῃσι κ. σύ they had the same opinion as you, Hdt.7.50, cf. 84; ἴσον or ἴσα κ... , S.OT 611, E.El. 994; ἐν ἴσῳ (sc. ἐστὶ)κ. εἰ.. Th.2.60
, etc.2 after words implying comparison or opposition,αἱ δαπάναι οὐχ ὁμοίως κ. πρίν Id.7.28
;πᾶν τοὐναντίον ἔχει νῦν τε κ. ὅτε.. Pl.Lg. 967a
.3 to express simultaneity,ἦν ἦμαρ δεύτερον.., κἀγὼ κατηγόμην S.Ph. 355
, cf. Th.1.50; παρέρχονταί τε μέσαι νύκτες κ. ψύχεται [ τὸ ὕδωρ] Hdt.4.181, cf. 3.108; [ οἱ Λακεδαιμόνιοι]οὐκ ἔφθασαν τὴν ἀρχὴν κατασχόντες κ. Θηβαίοις εὐθὺς ἐπεβούλευσαν Isoc.8.98
.IV joining an affirm. clause with a neg., , etc.V καί.., καί.. correlative, not only.., but also.., κ. ἀεὶ κ. νῦν, κ. τότε κ. νῦν, Pl.Grg. 523a, Phlb. 60b;κ. κατὰ γῆν κ. κατὰ θάλατταν X.An.1.1.7
.VI by anacoluthon, ὣς φαμένη κ. κερδοσύνῃ ἡγήσατ' Ἀθήνη, for ὣς ἔφη κ... , Il.22.247; ἔρχεται δὲ αὐτή τε.. κ. τὸν υἱὸν ἔχουσα, for κ. ὁ υἱός, X.Cyr.1.3.1;ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς, κ. τέλος ἐγίνοντο Hdt.9.104
;τοιοῦτος ὤν, κᾆτ' ἀνὴρ ἔδοξεν εἶναι Ar.Eq. 392
, cf. Nu. 624.B even, also, just,1 τάχα κεν κ. ἀναίτιον αἰτιόῳτο even the innocent, Il.11.654, cf. 4.161, etc.; δόμεναι κ. μεῖζον ἄεθλον an even greater prize, 23.551, cf. 10.556, 5.362: with numerals, κ. πέντε full five, 23.833;γενομένης κ. δὶς ἐκκλησίας Th.1.44
, cf. Hdt.2.44,60, 68, al. (but ἐτῶν δύο κ. τριῶν two or three, Th.1.82, cf. X.Eq.4.4).2 also, κ. ἐγώ I also, Il.4.40; κ. αὐτοί they also, X.An.3.4.44, etc.; Ἀγίας καὶ Σωκράτης κ. τούτω ἀπεθανέτην likewise died, ib. 2.6.30; in adding surnames, etc.,Ὦχος ὁ κ. Δαρειαῖος Ctes.Fr.29.49
(sed Photii est): Ptol. Papyri have nom. ὃς κ., gen. τοῦ κ. etc.,Πανίσκος ὃς κ. Πετεμῖνις PLond.2.219
(b) 2 (ii B.C.); dat. τῷ κ. ib.(a) v2, PRein.26.5 (ii B. C.); nom. ὁ κ. first in PTeb.110.1 (i B. C.), freq. later, BGU22.25 (ii A. D.), etc.;Ἰούδας ὁ κ. Μακκαβαῖος J.AJ12.6.4
;Σαῦλος ὁ κ. Παῦλος Act.Ap.13.9
: withἄλλος, λαβέτω δὲ κ. ἄλλος Od.21.152
; εἴπερ τι κ. ἄλλο, ὥς τις κ. ἄλλος, X.Mem.3.6.2, An.1.3.15, cf. Pl. Phd. 59a, Ar.Nu. 356: freq. in antithetic phrases, οὐ μόνον.., ἀλλὰ καὶ.. , not only.., but also.., v. μόνος; οὐδὲν μᾶλλον.. ἢ οὐ καὶ.. Hdt.5.94, al.b freq. used both in the anteced. and relat. clause, where we put also in the anteced. only,εἰ μὲν κ. σὺ εἶ τῶν ἀνθρώπων ὧνπερ κ. ἐγώ Pl.Grg. 458a
, cf. Il.6.476, X.An.2.1.21.3 freq. in apodosi, after temporal Conjs.,ἀλλ' ὅτε δή ῥα.., κ. τότε δή.. Il.1.494
, cf. 8.69, Od. 14.112; also after εἰ, Il.5.897: in Prose,ὡς δὲ ἔδοξεν, κ. ἐχώρουν Th.2.93
: as a Hebraism,κ. ἐγένετο.. κ... LXX Ge.24.30
, al., Ev.Luc.1.59, etc.4 with Advs., to give emphasis,κ. κάρτα Hdt.6.125
; κ. λίην full surely, Il.19.408, Od.1.46;κ. μᾶλλον Il.8.470
, cf. E.Heracl. 386; κ. πάλαι, κ. πάνυ, S.OC 1252, Pl. Chrm. 154e; κ. μάλα, κ. σφόδρα, in answers, Ar.Nu. 1326, Pl.La. 191e.5 with words expressing a minimum, even so much as, were it but, just,ἱέμενος κ. καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι Od.1.58
; οἷςἡδὺ κ. λέγειν Ar.Nu. 528
; τίς δὲ κ. προσβλέψεται; who will so much as look at you? E.IA 1192, cf. Ar.Ra. 614, Pl.Ap. 28b, 35b.6 just, τοῦτ' αὐτὸ κ. νοσοῦμεν 'tis just that that ails me, E.Andr. 906, cf. Ba. 616, S.Tr. 490, Ar. Pax 892, Ra.73, Pl.Grg. 456a, Tht. 166d: freq. with a relat.,τὸ κ. κλαίουσα τέτηκα Il.3.176
;διὸ δὴ καὶ.. Th.1.128
, etc.: also in interrogations (usu. to be rendered by emphasis in intonation), ποίου Χρόνου δὲ καὶ πεπόρθηται πόλις; and how long ago was the city sacked? A.Ag. 278; ποῦ καί σφε θάπτει; where is he burying her? E.Alc. 834, cf. S.Aj. 1290, al., X.An.5.8.2, Ar. Pax 1289, Pl. Euthphr.6b, D.4.46, etc.7 even, just, implying assent, ἔπειτά με κ. λίποι αἰών thereafter let life e'en leave me, Il.5.685, cf. 17.647, 21.274, Od.7.224.8 κ. εἰ even if, of a whole condition represented as an extreme case, opp. εἰ κ. although, notwithstanding that, of a condition represented as immaterial even if fulfilled, cf. Il.4.347, 5.351, Od.13.292, 16.98 with Il.5.410, Od.6.312, 8.139, etc.; εἰ κ. ἠπιστάμην if I had been able, Pl.Phd. 108d, cf. Lg. 663d. (This remark does not apply to cases where εἰ and καί each exert their force separtely, asεἴ περ ἀδειής τ' ἐστί, καὶ εἰ..
and if..Il.
7.117, cf. Hdt.5.78, etc.)9 before a Participle, to represent either καὶ εἰ.. , or εἰ καί.. , although, albeit, Ἕκτορα κ. μεμαῶτα μάχης σχήσεσθαι ὀΐω, for ἢν κ. μεμάῃ, how much soever he rage, although he rage, Il.9.655; τί σὺ ταῦτα, κ. ἐσθλὸς ἐών, ἀγορεύεις; (for εἰ κ. ἐσθλὸς εἶ) 16.627, cf. 13.787, Od.2.343, etc.;κ. τύραννος ὢν ὅμως S.OC 851
.C Position: καί and, is by Poets sts. put after another word, ἔγνωκα, τοῖσδε κοὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω, forκαὶ τοῖσδε οὐδέν A.Pr.51
, cf. Euph.51.7, etc.D crasis: with [pron. full] ᾰ, as κἄν, κἀγαθοί, etc.; with ε, as κἀγώ, κἄπειτα, etc., [dialect] Dor. κἠγώ, κἤπειτα, etc.; with η, as Χἠ, Χἠμέρη, Χἠμεῖς, etc.; with [pron. full] ῐ in Χἰκετεύετε, Χἰλαρή; with ο, as Χὠ, Χὤστις, etc.; with υ in Χὐμεῖς, Χὐποχείριον, etc.; with ω in the pron. ᾧ, Χᾦ; with αι, as κᾀσχρῶν; with αυ, as καὐτός; with ει, as κεἰ, κεἰς (but also κἀς) , κᾆτα; with εὐ-, as κεὐγένεια, κεὐσταλής; with οι in Χοἰ (Χᾠ EM816.34
); with ου in Χοὖτος, κοὐ, κοὐδέ, and the like . -
16 ἀλεείνω
Aἀλεεῖναι Man.6.736
): ( ἀλέα A, ἄλη):—avoid, shun, mostly c. acc. rei,θυμὸν ὀπίζομαι ἠδ' ἀλεείνω Od.13.148
, al.;κῆρ' ἀλεείνοντες Hes.Fr.96.83
: abs., ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινε evaded [my question], Od.4.251 : less freq. c. acc. pers.,ἀλέεινε δ' ὑφορβόν 16.477
, cf. h.Merc. 239 codd.: c. inf.,κτεῖναι μέν ῥ' ἀλέεινε Il.6.167
;ἀλεξέμεναι ἀλέεινε 13.356
, cf. Antim.53:—also in Luc.Dem.Enc.23.II intr., shrink,ἄψ τ' ἀλέεινεν A.R.3.650
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεείνω
-
17 ἡγέομαι
Aἁγώμενος Hymn.Curet.4
), [tense] impf. ἡγούμην ll.12.28, etc., [dialect] Ion.- εύμην Hdt.2.115
,ἡγέοντο Id.9.15
: [tense] fut.ἡγήσομαι Il.14.374
, etc.: [tense] aor. 1ἡγησάμην Od.14.48
, etc.: [tense] aor. 1 ἡγήθην in pass. sense, PGiss.48.20 (iii A.D.) (cf. περιηγ-): [tense] pf.ἥγημαι Hdt.1.126
, 2.115,ἅγημαι Pi.P.4.248
:—go before, lead the way,ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ', ἡ δ' ἕσπετο Παλλὰς 'Αθήνη Od.1.125
;ἂν πάϊς ἡγήσαιτο νήπιος 6.300
, etc.;πρόσθεν δὲ.. Ἶρις ἡγεῖτ' Il.24.96
;ἡγοῦ πάροιθε E. Ph. 834
;ἡ. ἐπὶ νῆα Od.13.65
;ἐς τεῖχος Il.20.144
;κλισίηνδε Od.14
. 48, cf. Hdt.2.93, etc.;ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται X.An.2.4.5
: Astron., precede in the daily movement, Autol.2.3, al.b c. dat. pers.,Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι Il.22.101
;ἐκ Δουλιχίου.. ἡγεῖτο μνηστῆρσι Od.16.397
; ;ἡ. τοῖς πολίταις πρὸς ἀρετήν X.Ages.10.2
.c with ὁδόν added, ὁδὸν ἡγήσασθαι to go before on the way, Od.10.263;ἡ. τινὶ τὴν ὁδόν Hdt.9.15
.d c. acc. loci, ἥ οἱ.. πόλιν ἡγήσαιτο who might guide him to the city, Od.6.114, cf. 7.22, 15.82;ἡ. βωμοὺς ἀστικούς A.Supp. 501
.e ἅρματα ἡ. drive chariots, Philostr.Im.2.23.f of logical priority, to be antecedent, opp. ἕπεσθαι, Stoic.2.71, 88, S.E. M.8.110, al., Dam.Pr. 241, Phlp. in GC195.13, in Ph.496.14.g ἡγούμενον, τό, the leading principle, the main thing, Ph.Bel.63.14, cf. Sosip.1.47.2 c. dat. pers. et gen. rei, to be one's leader in a thing,θεῖος ἀοιδὸς.. ἡμῖν ἡγείσθω.. ὀρχηθμοῖο Od.23.134
; ἡ. τινὶ σοφίας, ᾠδῆς, Pi.P.l.c., Pl.Alc.1.125d;ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται πάντων δὲ ἀνθρώποις Id.Lg. 730c
;ἡ. τοῦ χοροῦ Πέρσαις X.Cyr.8.7.1
, cf. Call.Del. 313: c. gen. rei, ἁ. νόμων to lead the song, Pi.N.5.25;φρόνησις ἡ. τοῦ ὀρθῶς πράττειν Pl.Men. 97c
;ἡ. παντὸς καὶ λόγου καὶ ἔργου X.Mem.2.3.15
: also,τὸ ὀρθῶς τοῖς τοιούτοις χρῆσθαι ἐπιστήμη ἦν ἡγουμένη Pl.Euthd. 281a
.3 c. dat. rei, to be leader in.., κερδοσύνῃ, νηπιέῃσι ἡ. τινί, Il.22.247, Od.24.469.4 c. acc. rei, lead, conduct,ἡ. τὰς πομπάς D.21.174
; τὴν ἀποδημίαν (v.l. for ᾐτήσατο) Dinon 7; : with adverbial acc.,ἡ γλῶσσα πάνθ' ἡγουμένη S.Ph.99
.5 part. ἡγούμενος, η, ον, as Adj., σκέλη ἡγούμενα, opp. ἑπόμενα, the front legs, Arist.IA 713b6; ὁ ἡ. πούς the advanced foot, Id.Fr.74.II lead, command in war, c. dat.,νῆες θοαί, ᾗσιν 'Αχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο Il.16.169
, cf. Od.14.238; οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο might lead them to their ranks, Il.2.687;ἡ. Τρώεσσιν ἐς Ἴλιον 5.211
;ἡ. Μῄοσιν 2.864
; ;ἑτέροις Lys. 31.17
, cf. X.An.5.2.6;ἐν ταῖς στρατείαις, αἷς ἡγεῖται βασιλεύς Isoc. 12.180
: also generally,πόλει E.Fr.282.24
; but usu. c. gen.,Σαρπηδὼν δ' ἡγήσατ'.. ἐπικούρων Il.12.101
;ἡγήσατο λαῶν 15.311
, cf. 2.567, al.;ἡ. τῆς ἐξόδου Th.2.10
; : abs., to be in command, Id.16.21, etc.2 rule, have dominion, c. gen., τῆς 'Ασίης, τῆς συμμαχίης, Hdt.1.95, 7.148;οἱ Θεσσαλίης ἡγεόμενοι Id.9.1
: abs., οἱ ἡγούμενοι the rulers, S. Ph. 386, cf. A.Ag. 1363;ἡ. ἐν τοῖς ἀδελφοῖς
leading men,Act.Ap.
15.22; ἡ. σχολῆς to be the head of a philosophical school, Phld.Acad. Ind.p.107 M., al.3 as official title, ἡγούμενος, ὁ, president,συνόδου PGrenf.2.67.3
(iii A.D.); γερδίων ib.43.9 (i A.D.);ἱερέων PLond. 2.281.2
(i A.D.): abs., PFay.110.26 (i A.D.).b of Roman governors, ἡ. ἔθνους,= Lat. praeses provinciae, POxy.1020.5 (ii/iii A.D.);ἡ. τῆς Γαλατίας Luc.Alex.44
.c of subordinate officials,ἡ. τοῦ στρατηγοῦ POxy.294.19
(i A.D.);κώμης PRyl.125.3
(i A.D.).III post-Hom., believe, hold, Hdt. (usu. in [tense] pf. ἥγημαι, [ per.] 3pl. ἡγέαται), etc.;ἡ. τι εἶναι Id.1.126
, al.;ἡγεῖσθε δὲ [θεοὺς] βλέπειν.. πρὸς τὸν εὐσεβῆ βροτῶν S.OC 278
, cf. Th.2.89, Ar.Nu. 1020 (lyr.), etc.2 with an attributive word added, ἡ. τινὰ βασιλέα hold or regard as king, Hdt.6.52; ; , cf. 905; ἡ. τἄλλα πάντα δεύτερα to hold everything else secondary, S.Ph. 1442; οὐκ αἰσχρὸν ἡγῇ.. τὰ ψευδῆ λέγειν; ib. 108, cf. Ant. 1167;τὰς τούτων ἀπορίας ἀντιπάλους ἡ. τῷ ἡμετέρῳ πλήθει Th.4.10
;περὶ πολλοῦ ἥγημαι μὴ ξεινοκτονέειν Hdt.2.115
;περὶ πλείονος Isoc.19.10
;περὶ πλείστου Th.2.89
;περὶ οὐδενός Lys.7.26
; παρ' οὐδέν Decr. ap. D.18.164: c. part., .3 esp. of belief in gods,τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Hdt.2.40
, cf. 3.8; ἡ. θεούς to believe in gods, Ar.Eq.32, E.Hec. 800, Ba. 1326;δαίμονας ἡ. Pl.Ap. 27d
.4 ἡγοῦμαι δεῖν think fit, deem necessary, c. inf., And.1.23, D.1.20: without δεῖν, παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ .. Th.2.42 (s.v.l.);ἡγησάμην διατάγματι αὐτοὺς σωφρονίσαι Inscr.Magn.114
(ii A.D.);ἡγήσατο ἐπαινέσαι Pl.Prt. 346b
.IV [tense] pf. in pass. sense, τὰ ἁγημένα,= τὰ νομιζόμενα, Orac. ap. D.43.66; ἡγεόμενον being led, Hdt.3.14 ( ἀγόμενον Dind.): hence act. form ἡγέω, Hdn.Gr.2.950. ( sāg-, cf. Lat. praesagio.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡγέομαι
-
18 κέρδος
Grammatical information: n.Meaning: `gain, profit, desire to gain, cunning, wiles' (Il.); in plur. also `good advice' (Hom.).Compounds: rarely as 1, member, e. g. κερδο-φόρος `bringing gain' (Artem.), as 2. member in αἰσχρο-κερδής `full lowly desire to gain, greedy' (IA).Derivatives: Diminutives κερδάριον, κερδύφιον (gloss.); κερδοσύνη `ruse' (Hom., Cleanth. Hymn. 1, 28; Porzig Satzinhalte 226, Wyss - συνη 27), κερδώ f. "the cunning", i. e. `the fox' (Ar., Babr.); Κέρδων, - ωνος PN (D., Argolis; from here Lat. cerdō `ordinary artisan'), also Κερδέων surn. of Hermes and Κερδείη Πειθώ (Herod. 7, 74); Κερδῳ̃ος `bringing gain' surn. of Apollon (Thessal., Lyc.; after Λητῳ̃ος), also of Hermes (Plu., Luc.), also from the fox (Babr.); κερδητικός `greedy' (gloss.). - Further κερδαλέος `greedy' (Il.) and κερδαίνω, aor. κερδῆναι, - δᾶναι, - δῆσαι `gain, have profit' (Pi., IA); hardly from an old \/ n-l\/-stem (Schwyzer 484). - Compar. forms κερδίων `more profitable' (Il.), κέρδιστος `the most cunnting' (Hom.), cf. Seiler Steigerungsformen 84.Origin: IE [Indo-European]X [probably] [579], PGX [probably a word of Pre-Greek origin] * kerd- `gain, clever, cunning'Etymology: The only connections outside Greek are a few Celtic words: OIr. cerd (IE. * kerdā) `art, handwork', also `aerarius, figulus, poeta', Welsh cerdd `song'. - The doubtful H.-glosse κήρτεα τὰ κέρδη does hardly allow conclusions for the morphology (cf. Schwyzer 512 n. 3). See Bq, and W.-Hofmann s. cerdō; also E. Lewy FS Dornseiff 226f. Sophie Minon conects (RPh. LXXIV (2000) 271 κορδύς πανοῦργος H., which is of course not certain (s.v.). Or do κερδύφιον, κερδώ point to a Pre-Greek word?Page in Frisk: 1,829Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέρδος
См. также в других словарях:
κερδοσύνη — κερδοσύνη, ἡ (Α) (κέρδος) 1. πανουργία, δόλος, πονηριά 2. (στον Όμ. μόνο η δοτ. ως επίρρ.) κερδοσύνη με δόλιο τρόπο, με πανουργία, με πονηρία («κερδοσύνῃ ἡγήσατ Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κερδοσύνη — cunning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδοσύνῃ — κερδοσύνη cunning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεότης — κερδοσύνη cunning fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεότητα — κερδοσύνη cunning fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεότητι — κερδοσύνη cunning fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδοσύνην — κερδοσύνη cunning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδοσύνης — κερδοσύνη cunning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδοσύνῃς — κερδοσύνη cunning fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδοσύνῃσι — κερδοσύνη cunning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδοσύνῃσιν — κερδοσύνη cunning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)