Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κερδοσύνῃ

См. также в других словарях:

  • κερδοσύνη — κερδοσύνη, ἡ (Α) (κέρδος) 1. πανουργία, δόλος, πονηριά 2. (στον Όμ. μόνο η δοτ. ως επίρρ.) κερδοσύνη με δόλιο τρόπο, με πανουργία, με πονηρία («κερδοσύνῃ ἡγήσατ Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • κερδοσύνη — cunning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδοσύνῃ — κερδοσύνη cunning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεότης — κερδοσύνη cunning fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεότητα — κερδοσύνη cunning fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεότητι — κερδοσύνη cunning fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδοσύνην — κερδοσύνη cunning fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδοσύνης — κερδοσύνη cunning fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδοσύνῃς — κερδοσύνη cunning fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδοσύνῃσι — κερδοσύνη cunning fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδοσύνῃσιν — κερδοσύνη cunning fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»