Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ιχος

См. также в других словарях:

  • πλίξ — ιχός, ἡ, Α 1. (δωρ. τ.) βήμα 2. η πύλεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλιχ ς < θ. πλιχ τού πλίσσω «βηματίζω») …   Dictionary of Greek

  • στίξ — ιχός, ἡ, Α (μόνον στη γεν. εν., αιτ. εν. στίχα και ον. και αιτ. πληθ. στίχες, στίχας) 1. γραμμή, τάξη ιδίως στρατιωτών («στίχες Τρώων», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἀνέμων στίχες» μτφ. ριπές ανέμων(Πίνδ.) β) «ἐπέων στίχες» οι στίχοι ή οι στροφές γ) «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • ψίξ — ιχός, ὁ, ἡ, ΜΑ η ψίχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. ψίω* «τρέφω, ταΐζω» και έχει σχηματιστεί με ουρανικό πρόσφυμα χ (πρβλ. ψή χ ω, τρύ χ ω)] …   Dictionary of Greek

  • κάδδιχος — κάδδιχος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα 2. κάλπη 3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον* β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( δδ ) και… …   Dictionary of Greek

  • λάβριχος — λάβριχος, ὁ (Α) ψάρι τού γλυκού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + κατάλ. ιχος (πρβλ. πύρρ ιχος)] …   Dictionary of Greek

  • μικιχίζομαι — και λακωνικός τ. μικκιχίδδομαι (Α) (στη Σπάρτη) (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) «μικιχιζόμενος» αγόρι που βρίσκεται στο τρίτο έτος τής ηλικίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *μίκκιχος (< μικκός + επίθημα ίχος, πρβλ. οσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

  • οσσίχος — ὁσσίχος, η, ον και ὅσσιχος, ίχη, ον (Α) όσο μικρός ή όσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσσος + υποκορ. κατάλ. ιχος (πρβλ. μείλ ιχος)] …   Dictionary of Greek

  • οψίχα — ὀψίχα (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀψέ. Βυζάντιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. ενός αμάρτυρου επιθ. *ὀψίχος (< ὀψέ + υποκορ. επίθημα ιχος, πρβλ. οσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

  • πύρριχος — I Πόλη της αρχαίας Λακωνικής, που πήρε το όνομά της από τον γιο του Αχιλλέα Πύρρο, που πήγε στη Λακωνική για να πάρει ως σύζυγο την Ερμιόνη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το όνομά της οφείλεται στον θεό Πύρριχο ή στον Σιληνό Πύρριχο. Υπήρξε μία από …   Dictionary of Greek

  • τοσσίχος — η, ον και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. τεσσίχου και τεσσίχον Α τόσο μικρός, τόσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + υποκορ. επίθημα ίχος (πρβλ. ὁσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

  • ψαρίχοι — και ψαρίγχοι Α (κατά τον Ησύχ.) «ψᾱροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρ* + υποκορ. κατάλ. ιχος (πρβλ. ὁσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»