Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀψί-γονος

См. также в других словарях:

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • οψίγονος — η, ο (Α ὀψίγονος και ὀψάγονος, ον) (για δόντι) αυτός που φύεται σε προχωρημένη ηλικία, ο φρονιμήτης αρχ. 1. ο γεννημένος μετέπειτα, ο μεταγενέστερος 2. παιδί που γεννήθηκε όταν ο πατέρας του ήταν ήδη σε γεροντική ηλικία 3. νεώτερος («οὺ δὲ παρ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»