-
41 θέσμιος
A fixed, settled, lawful,ἑορτὰ τέθμιος Pi.N.11.27
;τέθμιαι ὧραι Call.Ap.87
; θέσμια τάδε καὶ πάτρια Lex ap.Arist.Ath.16.10; θέσμιον (sc. ἐστί) A.Ag. 1564 (lyr.); θέσμιόν ἐστι, = θέμις ἐστί, A.R.2.12; fitting,θηρευτῆρσι σιγὴ τέθμιός ἐστι Opp.C.1.450
.II θέσμιον, [dialect] Dor. and [dialect] Ep. τέθμιον, τό, esp. in pl., laws, customs, rites, Hdt.1.59, A.Eu. 491 (lyr.), S.Aj. 712 (lyr.);θ. ἀναγράψαι Arist.Ath.3.4
; προγόνων παλαιὰ θ. E.Fr.360.45, cf. Call.Dian. 174: sg. in Pi.I.6(5).20, E.Tr. 267 (anap.):—in form [full] θέθμιον IG9(1).334.46 ([dialect] Locr., v B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέσμιος
-
42 θυηπολικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυηπολικός
-
43 μοιρόκραντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιρόκραντος
-
44 τέθμιος
A v. θέσμιος, [full] τεθμός, v. θεσμός. [full] τεθμοφούλαξ, v. θεσμοφύλαξ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέθμιος
-
45 ἀπρόθεσμος
ἀπρό-θεσμος, ον,A not fixed to any definite time, opp. ἐμπρόθεσμος, Sor.1.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόθεσμος
-
46 θέσις
Grammatical information: f.Meaning: `setting, situation, position, adoption, custom etc.' (Alc., Pi.);Derivatives: - θέσιμος in παρα-, περι-, ἐκ-, ἀπο-θέσιμος (from παράθεσις etc.; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 91f.).Etymology: With θέσις agrees the Skt. form which is found only in derivv. and compp. -( d)hiti-, e. g. ápihiti- = ἐπίθεσις (from api-dhā- = ἐπι-θη-), úpahiti- = ὑπόθεσις (from upa-dhā- = ὑπο-θη-); cf. apihi-ta- = ἐπίθε-τος, upahi-ta- = ὑπόθε-τος; with Av. tarōi-dī-ti- (-ī- sec.) `putting aside etc.' from tarō-dā- (= Skt. tiro-dhā- `id.', ptc. tirohi-ta-); also late Lat. conditi-ō `foundation' (after condi-tus, - tor from con-dō). Beside these several fullgrade forms (IE * dheh₁-ti- as opposed to * dhh₁-ti-): Germ., e. g. Goth. ga-deds `setting down, adoption' ( du suniwe gadedai \>` εἰς υἱοθεσίαν' Eph. 1, 5), missadeÞs `crime', OHG tāt, Av. -δāiti in ni-đāi-ti- (from ni-dā- `lay down') etc., Lith. dė́tis `load', OCS blago-dětь `benediction', prob. also Lat. * fē-tis `settlement, treaty' in fēti-ālis `war-messenger'. - On the formation in gen. Schwyzer 505, Holt Les noms d'action en - σις (s. index); on the ablaut G. Liebert Das Nominalsuffix -ti- im Altind. (Lund 1949) 104f. - Verbal noun to τίθημι, s. v.; cf. also θεσμός.Page in Frisk: 1,666-667Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θέσις
-
47 στάθμη
Grammatical information: f.Meaning: `directive, carpenter's line, finish-line, -cord, plumbline, rule, norm' (O 410).Derivatives: 1. σταθμ-άομαι (Ion. - έομαι), - άω, also m. δια-, ἐπι-, ἀντι-, `to measure (by the directive), to estimate, to gauge, to weigh' (Pi., IA.) with - ημα, - ησις, - ητικός (late). 2. - ίζω, also m. δια-, `id.' (Aq., Sm.). -- σταθμός m. `location, stable, farmstead, night lodgings, travel stage, day's march; pillar, post, jamb; balance, weight, heaviness' (Il.); pl. also - μά n. (after τάλαντα, ζυγά), to which sg. - όν `weight, balance' (IA.), poet. also `homestead, farmstead; jamb etc.' (trag. a.o.; Egli Heteroklisie 40f.). Compp., a.g. σταθμ-οῦχος m. `owner of goods etc.' (A. Fr. 226 = 376 M., Antiph., pap. a.o.), ἐπί-σταθμος m. `quartermaster' (Isoc.), `military quartered on another' (pap.; Mayser I: 3, 175); ναύ-σταθμον n. (Th.), second. - ος m. (Plb., D.S., Plu.) `anchorage, fleet-station, fleet'; prop. subst. adj. like βού-σταθμον (cf. on βούτυρον). From this 1. σταθμ-ίον n. `balance, weight' (hell. a. late); 2. - ικός `belonging to weighing' (Gal.); 3. - ώδης `rich in sediment' (Hp.; cf. ὑποστάθμη); 4. - ίζω, also w. δια-, συν- a. o. `to weigh' with - ισις f. `the weighing', - ιστής m. `weigher', - ιστί `by weight', - ιστικός `for weighing' (late); 5. - εύω, also w. κατα-, ἐπι-, `take up or have quarters etc.' with - εία f. (late).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Details on the meaning of στάθμη and σταθμός Jüthner Έπιτύμβιον Swoboda 107ff., Havers Glotta 25, 101ff., Holt Glotta 27, 194, Kieckers IF 38, 209f. On στάθμη: σταθμός cf. δέσμη: δεσμός and other word-pairs in Porzig Satzinhalte 283 f.; formation as βα-θμός, Arc. etc. θε-θμός (s. θεσμός), ῥυ-θμός etc. A θ appears also in εὑ-σταθής `standing firm, quiet' (Ion. hell. a. late since Il.), which has prob. been built on the aor. ἐστάθην (Risch 75). The synonymous and later attested σταθερός (A. Fr. 276 = 479 M. etc.) may have been built after the pattern of ἀ-φαν-ής: φαν-ερός a. o. Cf. Schwyzer 492 n. 12, 513 and Benveniste Origines 193 a. 200f. -- Further s. ἵστημι.Page in Frisk: 2,775Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στάθμη
См. также в других словарях:
θεσμός — that which is laid down masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek
θεσμός — ο 1. ό,τι παίρνει μορφή κι επιβάλλεται ως πεποίθηση, αρχή, συνήθεια, κανόνας δικαίου ανάμεσα στους ανθρώπους: Θεσμός του γάμου. – Θεσμός της βασιλείας. 2. κοινωνικός ή πολιτικός οργανισμός: Θεσμός των κοινωνικών ασφαλίσεων. 3. στον πληθ., θεσμοί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεσμός δικαίου — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν ορισμένη κατηγορία εννόμων σχέσεων, για παράδειγμα ο θεσμός της ιδιοκτησίας, του γάμου, της γονεϊκής εξουσίας στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, και ο θεσμός της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας της… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
εισαγγελία — Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την… … Dictionary of Greek
ξενηλασία — θεσμός της αρχαίας Σπάρτης, όπου ίσχυε πριν από τη νομοθεσία του Λυκούργου. Από την εποχή του Λυκούργου, το έθιμο αυτό ενισχύθηκε με γραπτό νόμο, που απαγόρευε στους ξένους να μένουν στη Σπάρτη χωρίς ειδική άδεια και έδινε στις αρμόδιες αρχές το… … Dictionary of Greek
παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… … Dictionary of Greek
θεσμοῖς — θεσμός that which is laid down masc dat pl θεσμός that which is laid down neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοῖσι — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) θεσμός that which is laid down neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοῖσιν — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) θεσμός that which is laid down neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)