Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θέσμιον

См. также в других словарях:

  • θέσμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσμιος — α, ο (ΑΜ θέσμιος, ον και ία, ον Α και δωρ. τέθμιος) [θεσμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, που είναι σύμφωνος προς τους θεσμούς 2. (το ουδ. ως ουσ. στον εν. και στον πληθ.) το θέσμιο(ον) και τα θέσμια θεσμός, καθιερωμένη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»