-
1 θέσμιον
θέσμιοςfixed: masc /fem acc sgθέσμιοςfixed: neut nom /voc /acc sg -
2 θέσμιος
A fixed, settled, lawful,ἑορτὰ τέθμιος Pi.N.11.27
;τέθμιαι ὧραι Call.Ap.87
; θέσμια τάδε καὶ πάτρια Lex ap.Arist.Ath.16.10; θέσμιον (sc. ἐστί) A.Ag. 1564 (lyr.); θέσμιόν ἐστι, = θέμις ἐστί, A.R.2.12; fitting,θηρευτῆρσι σιγὴ τέθμιός ἐστι Opp.C.1.450
.II θέσμιον, [dialect] Dor. and [dialect] Ep. τέθμιον, τό, esp. in pl., laws, customs, rites, Hdt.1.59, A.Eu. 491 (lyr.), S.Aj. 712 (lyr.);θ. ἀναγράψαι Arist.Ath.3.4
; προγόνων παλαιὰ θ. E.Fr.360.45, cf. Call.Dian. 174: sg. in Pi.I.6(5).20, E.Tr. 267 (anap.):—in form [full] θέθμιον IG9(1).334.46 ([dialect] Locr., v B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέσμιος
-
3 θέθμιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέθμιον
См. также в других словарях:
θέσμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσμιος — α, ο (ΑΜ θέσμιος, ον και ία, ον Α και δωρ. τέθμιος) [θεσμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, που είναι σύμφωνος προς τους θεσμούς 2. (το ουδ. ως ουσ. στον εν. και στον πληθ.) το θέσμιο(ον) και τα θέσμια θεσμός, καθιερωμένη… … Dictionary of Greek