-
1 θεσμοφύλαξ
A guardian of the law, of Moses, Ph.1.171:—usu. in pl. [suff] θεσμο-φύλακες, οἱ, a magistracy at Elis, Th.5.47, cf. D.S.5.67; at Alexandria, PHal.1.239 (iii B.C.); in Ceos, IG12(5).595 B16 (iii/ii B.C.); at Ptolemais, PFay.22.11 (i A.D.); [dialect] Boeot. [full] τεθμοφούλαξ IG7.3172.178 (Orchom.): —hence [suff] θεσμο-φῠλάκιον [ᾰ], τό, their office, PHal.1.234 (iii B.C.):Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοφύλαξ
-
2 τέθμιος
A v. θέσμιος, [full] τεθμός, v. θεσμός. [full] τεθμοφούλαξ, v. θεσμοφύλαξ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέθμιος
См. также в других словарях:
τεθμοφούλαξ — ακος, ὁ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. θεσμοφύλακας … Dictionary of Greek
θεσμοφύλακας — ο (ΑΜ θεσμοφύλαξ, Α και βοιωτ. τ. τεθμοφούλαξ) ο φύλακας τών θεσμών, τών νόμων, ο νομοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + φύλαξ, κος] … Dictionary of Greek