-
1 institution
1) (the act of instituting or process of being instituted.) ίδρυση,καθιέρωση/θεσμός2) ((the building used by) an organization etc founded for a particular purpose, especially care of people, or education: schools, hospitals, prisons and other institutions.) ίδρυμα -
2 Law
subs.Divine law: P. and V. ὁσία, ἡ.Human law: P. and V. νόμος, ὁ.Ordinance: P. and V. νόμιμον, τό, or pl., θεσμός, ὁ (rare P.).Equality is man's law: V. τὸ γὰρ ἴσον νόμιμον ἀνθρώποις ἔφυ (Eur., Phoen. 538).Since it is a law of nature for the weaker to be kept down by the stronger: P. ἀεὶ καθεστῶτος τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι (Thuc. 1, 76).Make laws: of a people making their own laws, P. and V. νόμον τίθεσθαι; of a legislator: P. and V. νόμον τιθέναι. P. νομοθετεῖν, V. θεσμοποεῖν.Break the law, v.: P. παρανομεῖν.Enjoy good laws: P. εὐνομεῖσθαι.Enjoyment of good laws, subs.: Ar. and P. εὐνομία, ἡ.Lay down the law, domineer, v.; P. and V. δεσπόζειν, τυραννεύειν.Bring to law: P. εἰς δικαστήριον ἄγειν, V. πρὸς τὴν δίκην ἄγειν.Go to law: Ar. and P. δικάζεσθαι.Go to law against: P. ἀντιδικεῖν πρός (acc.), ἀγωνίζεσθαι πρός (acc.), Ar. and P. δικάζεσθαι (dat.).The laws of health: P. τὸ ὑγιεινόν.The laws of nature: P. τὰ τῆς φύσεως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Law
-
3 Ordinance
subs.P. and V. νόμος, ὁ, νόμιμον, τό, or pl., θεσμός, ὁ (rare P.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ordinance
-
4 Regulation
subs.Management: P. διοίκησις, ἡ, διαχείρισις, ἡ.Command: see Command.Ordinance: P. and V. νόμος, ὁ, θεσμός, ὁ (rare P.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Regulation
-
5 Rule
subs.Rod for measuring: P. and V. κανών, ὁ.Rule of conduct: P. and V. κανών, ὁ, ὅρος, ὁ.Law: P. and V. νόμος, ὁ, θεσμός, ὁ (rare P.).War never proceeds by rule of thumb: P. ἥκιστα πόλεμος ἐπὶ ῥητοῖς χωρεῖ (Thuc. 1. 122).Standard: P. and V. κανών, ὁ, P. κριτήριον, τό.As a rule: see Generally.Government, power: P. and V. ἀρχή, ἡ, κράτος, τό, δυναστεία, ἡ, V. σκῆπτρον, τό, or pl., θρόνος, ὁ, or pl.——————v. trans.Trace, draw: use P. ἄγειν ( Aristotle).Govern: P. and V. ἄρχειν (gen. V. also dat.). κρατεῖν (gen.), κοσμεῖν, V. κρατύνειν (gen.), εὐθύνειν. ναυκληρεῖν, κραίνειν (gen.).Rule over as king: P. and V. τυραννεύειν (gen.), βασιλεύειν (gen.) (Eur., El. 12), δεσπόζειν (gen. or acc., Eur., H.F. 28) (Plat. but rare P.), V. ἀνάσσειν (gen.), κοιρανεῖν (gen.), ταγεῖν (gen.), Ar. and V. τυραννεῖν (absol.).Rule among: P. and V. ἐνδυναστεύειν (dat. on P. παρά, dat.).Administer: P. and V. οἰκεῖν, νέμειν (Thuc. 8, 70), κυβερνᾶν, Ar. and P. διοικεῖν, ταμιεύειν, μεταχειρίζεσθαι, P. διαχειρίζειν, διακυβερνᾶν (Plat.), V. νωμᾶν.The ruling price: P. ἡ καθεστηκυῖα τιμή.Rule out of court: P. ἀπογιγνώσκειν.Quash: Ar. and P. διαγράφειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rule
-
6 Statute
subs.P. and V. νόμος, ὁ.Ordinance: P. and V. νόμιμον, τό, θεσμός, ὁ (rare P.).Statute of limitations: use P. προθεσμία, ἡ (Dem. 269).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Statute
-
7 institution
1) θεσμός2) ίδρυμα
См. также в других словарях:
θεσμός — that which is laid down masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek
θεσμός — ο 1. ό,τι παίρνει μορφή κι επιβάλλεται ως πεποίθηση, αρχή, συνήθεια, κανόνας δικαίου ανάμεσα στους ανθρώπους: Θεσμός του γάμου. – Θεσμός της βασιλείας. 2. κοινωνικός ή πολιτικός οργανισμός: Θεσμός των κοινωνικών ασφαλίσεων. 3. στον πληθ., θεσμοί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεσμός δικαίου — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν ορισμένη κατηγορία εννόμων σχέσεων, για παράδειγμα ο θεσμός της ιδιοκτησίας, του γάμου, της γονεϊκής εξουσίας στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, και ο θεσμός της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας της… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
εισαγγελία — Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την… … Dictionary of Greek
ξενηλασία — θεσμός της αρχαίας Σπάρτης, όπου ίσχυε πριν από τη νομοθεσία του Λυκούργου. Από την εποχή του Λυκούργου, το έθιμο αυτό ενισχύθηκε με γραπτό νόμο, που απαγόρευε στους ξένους να μένουν στη Σπάρτη χωρίς ειδική άδεια και έδινε στις αρμόδιες αρχές το… … Dictionary of Greek
παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… … Dictionary of Greek
θεσμοῖς — θεσμός that which is laid down masc dat pl θεσμός that which is laid down neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοῖσι — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) θεσμός that which is laid down neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοῖσιν — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) θεσμός that which is laid down neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)