-
41 δυσδιοίκητος
δυσδι-οίκητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδιοίκητος
-
42 δυσουρητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσουρητικός
-
43 δυσωπητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσωπητικός
-
44 δωρητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρητικός
-
45 εἰδητικός
A constituting anεἶδος 111.2
, ἀριθμός, opp. μαθηματικός, Arist.Metaph. 1086a5, 1088b34 (but later εἰ. ἀριθμός capable of being represented by a geometrical pattern, figurate, Iamb. Comm.Math.19); formal,αἰτία Alex.
Aphr.in Metaph.124.9, Procl.Inst. 178;αἴτια Olymp.in Mete.302.28
; opp. εἰδητός (q.v.), Dam.Pr.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδητικός
-
46 εἰδοποιητικός
A = εἰδοποιός, Plot.1.8.3, Olymp. in Mete.297.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδοποιητικός
-
47 εἰλητικός
A v.l. for ἰλυσπαστικός (q. v.) in Arist.HA 487b21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰλητικός
-
48 εὐαισθητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαισθητικός
-
49 εὐεργετητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργετητικός
-
50 εὐλαβητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλαβητικός
-
51 εὐνοητικός
A kindly disposed,πρὸς ἑαυτό Hierocl. p.41
A. Adv. benevolently, διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Stoic. ap. Stob.2.7.11i.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνοητικός
-
52 εὐπαθητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπαθητικός
-
53 εὐφημητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφημητικός
-
54 εὐχαριστητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχαριστητικός
-
55 εὐωχητικός
A festive, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐωχητικός
-
56 ζητητικός
2 οἱ ζ. διάλογοι Plato's dialogues of search or investigation, opp. οἱ ὑφηγητικοί, Thrasyll. ap. D.L.3.49; τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι are devoted to search or inquiry, Arist.Pol. 1265a12. Adv.- κῶς Procl.in Prm.p.515S.
3 οἱ ζητητικοί, a name given to the Sceptics, D.L.9.69; ἡ ζητητική their philosophy, ib.70;ἡ ζ. ἀγωγή S.E. P.1.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζητητικός
-
57 ζωογονητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωογονητικός
-
58 ζωοποιητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωοποιητικός
-
59 θαρσητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαρσητικός
-
60 θεοποιητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοποιητικός
См. также в других словарях:
τορπιλ(λ)ητικός — ή, ό, Ν [τορπιλ(λ)ητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορπιλητή ή στην τορπίλη … Dictionary of Greek
ναυκρατητικός — ναυκρατητικός, ή, όν (Α) αυτός που ταιριάζει σε νίκη τού ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυκράτης + κατάλ. ητικός (πρβλ. ευεργετ ητικός)] … Dictionary of Greek
ογκηθμητικός — ὀγκηθμητικός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ογκηθμό, στο γκάρισμα («ὥσπερ ἡμίονος οὔτε χρεμετιστικόν ἐστι οὔτε ὀγκηθμητικόν», Νικ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκηθμός + κατάλ. ητικός (πρβλ. αριθμ ητικός)] … Dictionary of Greek
οδαξητικός — ὀδαξητικός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί κνησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. ητικός (πρβλ. κιν ητικός)] … Dictionary of Greek
παραμονητικός — ή, όν, Α αυτός που παραμένει, που διαμένει κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμονή + κατάλ. ητικός (πρβλ. συμπαθ ητικός)] … Dictionary of Greek
παρανομητικός — ή, όν, Α επιρρεπής προς την παραβίαση τών νόμων, αυτός που παρουσιάζει την τάση να ενεργεί αντίθετα με τους νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρανομῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek
περιγενητικός — ή, όν, Α αυτός που έχει την δύναμη να επιβάλλεται και να νικά, υπέρτερος («εἱμαρμένη περιγενητικὴ ἁπάντων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιγεν τού περιγίγνομαι (πρβλ. περιεγενόμην) + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek
προβατητικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβατο, προβατήσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατητική εκτροφή προβάτων, προβατοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. ητικός (πρβλ. οχλ ητικός)] … Dictionary of Greek
σοβαρητικός — ή, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «σοβαρός, σφοδρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός, κατά τα επίθ. σε ητικός (πρβλ. ποι ητικός)] … Dictionary of Greek
ωφελητικός — ή, όν, Α ωφέλιμος, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek
γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά … Dictionary of Greek