Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζῴων

См. также в других словарях:

  • ζώων, βιβλία — Ονομασία βιβλίων που γράφτηκαν από την ελληνιστική εποχή και αργότερα σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, και τα οποία, εκτός από την επιστημονική περιγραφή των ζώων, ήμερων και άγριων, περιείχαν και ηθικά… …   Dictionary of Greek

  • Ζωῶν — Ζωή living fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωῶν — ζωή living fem gen pl (doric) ζωός alive fem gen pl ζωός alive masc/neut gen pl ζωόω impregnate pres part act masc voc sg (doric aeolic) ζωόω impregnate pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ζωόω impregnate pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳῶν — ζωή living fem gen pl ζῳόω fashion into an animal pres part act masc voc sg (doric aeolic) ζῳόω fashion into an animal pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ζῳόω fashion into an animal pres part act masc nom sg ζῳόω fashion into an… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῴων — ζώιον neut gen pl ζῷον living being neut gen pl ζῳόω fashion into an animal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ζῳόω fashion into an animal imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώων — ζάω pres part act masc voc sg (epic) ζάω pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) ζάω pres part act masc nom sg (epic) ζάω imperf ind act 3rd pl (epic) ζάω imperf ind act 1st sg (epic) ζώω gu̲ie pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχοπαραγωγικοί μηχανισμοί ζώων — Έμφυτοι ή όχι μηχανισμοί, με τους οποίους τα διάφορα είδη ζώων παράγουν ήχους. Ο λόγος της παραγωγής ήχων από τα ζώα δεν είναι πάντα γνωστός, σε γενικές όμως γραμμές φαίνεται να σχετίζεται με την αναγνώριση των ατόμων του ίδιου είδους, την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»