-
1 κέρκωψ
-
2 Κερκωψ
- ωπος ὅ1) Керкоп («обезьяноподобный человек»; по преданию, племя Керкопов жило в области Фермопил; Керкопы напали на спящего Геракла, который, проснувшись, схватил их, связал и понес, но в пути они так рассмешили его своими проказами, что он отпустил их на волю)Κερκώπων ἀγορά — Площадь Керкопов ( в Афинах) Diog.L.; Κερκώπων ἕδραι — Жилище Керкопов ( местность близ Фермопил) Her.
2) плут, мошенник Aeschin. -
3 Κέρκωψ
Κέρκωψman-monkey: masc nom /voc sg -
4 κέρκωψ
κέρκωψman-monkey: masc nom /voc sg -
5 Κέρκωψ
A man-monkey, name of a race of mischievous dwarfs connected by legend with Heracles, Diotim. ap. Suid.s.v. Εὐρύβατος; ἕδραι Κερκώπων, near Thermopylae, Hdt.7.216; subject of poem ascribed to Hom., Harp., Suid.2 metaph., knave, Aeschin.2.40, LXXPr.26.22, Gal.14.648;γόης τις ἢ Κ. λόγων Com.Adesp.1307
; οἱ Κέρκωπες or Κερκώπων ἀγορά, at Athens, Knavesmarket, D.L.9.114, Eust.1430.35. -
6 κέρκωψ
κέρκωψ, ωπος, ὁ, eine langschwänzige Affenart. Auf Menschen übertr., listiger, betrügerischer, heimtückischer Mensch -
7 κέρκωψ,-ωπος
-
8 Κερκώπων
Κέρκωψman-monkey: masc gen pl -
9 Κέρκωπα
Κέρκωψman-monkey: masc acc sg -
10 Κέρκωπας
Κέρκωψman-monkey: masc acc pl -
11 Κέρκωπες
Κέρκωψman-monkey: masc nom /voc pl -
12 Κέρκωπι
Κέρκωψman-monkey: masc dat sg -
13 Κέρκωπος
Κέρκωψman-monkey: masc gen sg -
14 Κέρκωψι
Κέρκωψman-monkey: masc dat pl (epic) -
15 Κέρκωψιν
Κέρκωψman-monkey: masc dat pl (epic) -
16 κερκώπων
κέρκωψman-monkey: masc gen pl -
17 κέρκωπα
κέρκωψman-monkey: masc acc sg -
18 κέρκωπας
κέρκωψman-monkey: masc acc pl -
19 κέρκωπες
κέρκωψman-monkey: masc nom /voc pl -
20 κέρκωπι
κέρκωψman-monkey: masc dat sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κέρκωψ — man monkey masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκωψ — man monkey masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… … Dictionary of Greek
Κερκώπων — Κέρκωψ man monkey masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκώπων — κέρκωψ man monkey masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέρκωπα — Κέρκωψ man monkey masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκωπα — κέρκωψ man monkey masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέρκωπας — Κέρκωψ man monkey masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκωπας — κέρκωψ man monkey masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέρκωπες — Κέρκωψ man monkey masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκωπες — κέρκωψ man monkey masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)