-
1 выразить
-
2 высказать
-кажу, -кажешьρ.σ.μ.εκφράζω, εκφέρω, λέγω•высказать свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου•
высказать свое мнение λέγω τη γνώμη μου•
высказать пожелание εκφράζω την ευχή (εύχομαι)•
предположение εκφράζω εικασία•
высказать уверенность εκφράζω την πεποίθηση.
|| αποκαλύπτω• φανερώνω•он -ал свою тайну αυτός είπε το μυστικό του.
εκθέτω, εκφράζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.αποφαίνομαι, εκφράζομαι•высказать за кого αποφαίνομαι για (υπέρ) κάποιον•
высказать против кого εκφράζομαι κατά κάποιου.
-
3 высказать
высказать λέγω, εκφράζω, διατυπώνω· \высказать своё мнение λέγω (или εκφράζω) τη γνώμη μου· \высказать предположение προϋποθέτω \высказаться εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μου' \высказаться за что-л. (против чего-л.) εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)* * *λέγω, εκφράζω, διατυπώνωвы́сказать своё мне́ние — λέγω ( или εκφράζω) τη γνώμη μου
вы́сказать предположе́ние — προϋποθέτω
-
4 высказывать
высказыватьнесов λέγω, ἐκφράζω, διατυπώνω:\высказывать предположение ἐκφράζω είκασία· \высказывать уверенность ἐκφράζω τήν πεποίθηση· \высказывать свое мнение ἐκφέρω τήν γνώμην μου. -
5 выразить
-ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выраженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. εκφράζω• εκδηλώνω, φανερώνω, εξωτερικεύω, δείχνω•выразить свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου•
-желание εκφράζω την επιθυμία•
лицо -ло досаду έδειχνε πως ήταν βαριόθυμος.
2. διατυπώνω, παρασταίνω (σε μονάδες, φόρμουλες κλπ.).1. εκφράζομαι• εκδηλώνομαι, φαίνομαι, δείχνω.2. διατυπώνομαι, παρασταίνομαι. || (οσίλ.) εκφράζομαι άσχημα. -
6 изложить
изложить εκθέτω, αναπτύσσω \изложить свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου* * *εκθέτω, αναπτύσσωизложи́ть свою́ мысль — εκφράζω τη σκέψη μου
-
7 объявить
объявить ανακοινώνω, γνωστοποιώ· δηλώνω (заявить)* \объявить войну κηρύττω τον πόλεμο ◇ \объявить благодарность εκφράζω ευχαριστίες* * *ανακοινώνω, γνωστοποιώ; δηλώνω ( заявить)объяви́ть войну́ — κηρύττω τον πόλεμο
••объяви́ть благода́рность — εκφράζω ευχαριστίες
-
8 признательность
признательность ж η ευγνωμοσύνη· выразить \признательность εκφράζω ευγνωμοσύνη* * *жη ευγνωμοσύνηвы́разить призна́тельность — εκφράζω ευγνωμοσύνη
-
9 принести
принести 1) φέρνω 2) (причинить) προξενώ· \принести пользу ωφελώ· \принести вред βλάφτω, προξενώ βλάβη ◇ \принести благодарность εκφράζω την ευχαρίστηση μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη* * *1) φέρνω2) ( причинить) προξενώпринести́ по́льзу — ωφελώ
принести́ вред — βλάφτω, προξενώ βλάβη
••принести́ благода́рность — εκφράζω την ευχαρίστησή μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη
-
10 соболезнование
соболезнование с τα συλλυπητήρια; выразить \соболезнование εκφράζω τα συλλυπητήρια μου, συλλυπούμαι* * *сτα συλλυπητήριαвы́разить соболе́знование — εκφράζω τα συλλυπητήριά μου, συλλυπούμαι
-
11 выражать
выража||тьнесов1. ἐκφράζω, διατυπώνω/ ἐκδηλώνω, φανερώνω (проявлять, обнаруживать):\выражать благодарность ἐκφράζω (τίς) εὐχαριστίες· \выражать мысль διατυπώνω μιά σκέψη· ее лицо́ \выражатьло радость τό πρόσωπο της ἐξέφραζε χαρά·2. (в каких-л. единицах) διατυπώνω. -
12 облекать
облекатьнесов1. (одевать во что-л.) уст. ντύνω, ἐνδύω, τυλίγω, περιβάλλω·2. перен (выражать, воплощать в какой-л. форме) ἐκφράζω, ἐνσαρκώνω, δίνω μορφή:\облекать свой мысли в слова ἐκφράζω τίς σκέψεις μου μέ λέξεις·3. перен (властью и т. п.) παρέχω, ἀπονέμω, δίνω:\облекать доверием παρέχω ἐμπιστοσύνη· ◊ \облекать тайной καθιστώ κάτι ἀπόρρητον. -
13 объявить
-явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•
объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•
объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.
|| (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•
объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.
|| εκφράζω•объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.
|| φανερώνω, δείχνω•объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.
|| καταγγέλλω•объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.
|| φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).
2. κηρύσσω•объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•
объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.
|| προκηρύσσω•объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.
|| διακηρύσσω, διαγορεύω•объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.
1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.2. παλ. κηρύσσομαι. -
14 выражать
1. (в каких-л. единицах) εκφράζω 2. (передавать, отражать) διατυπώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выражать
-
15 отозваться
1. (откликнуться) ανταποκρίνομαι 2. (высказать своё мнение, дать оценку) εκφέρω, λέω τη γνώμηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отозваться
-
16 высказываться
высказывать||сяἀποφαίνομαι:\высказыватьсяся ὁ ком-л. ἐκφράζω γνώμη γιά κάποιον \высказыватьсяся за кого-л., за что-л. ἀποφαίνομαι ὑπέρ τίνος· \высказыватьсяся против ἐκφράζομαι κατά τινος. -
17 заивлять
заив||ля́тьнесов1. δηλώνω:\заивлятьлять о своем желании ἐκδηλώνω (или ἐκφράζω) τήν ἐπιθυμία· \заивлятьля́ть протест διαμαρτύρομαι· \заивлятьлять свой права на что-л. προβάλλω τά δικαιώματα μου·2. (сообщать) καταθέτω δήλωση:\заивлятьлять в милицию о краже κάνω μήνυση στήν ἀστυνομία γιά κλοπή. -
18 знаменовать
знаменоватьнесов ἐκφράζω, πιστο· ποιώ, δείχνω:событие, знаменующее победу γεγονός, πού δείχνει τήν νίκη. -
19 неудовольствие
неудовольствиес ἡ δυσαρέσκεια, ἡ ἀπαρέσκεια:выразить \неудовольствие ἐκφράζω τή δυσαρέσκεια μου. -
20 объявлять
объявлятьнесов1. (сообщать) γνωστοποιώ, δηλώνω, ἀνακοινώνω:\объявлять о своем несогласии δηλώνω διαφωνία·2. (оглашать) ἀνακοινώνω, κοινοποιώ:\объявлять решение суда ἀνακοινώνω δικαστική ἀπόφαση· \объявлять приговор κοινοποιώ καταδικαστική ἀπόφαση·3. (заявлять о начале чего-л.) κηρύττω:\объявлять войну κηρύττω τόν πόλεμο· \объявлять конкурс προκηρύττω διαγωνισμό14. (кого-что кем-чем или каким) θεωρώ, βγάζω:\объявлять» договор недействительным θεωρῶ ἄκυρη τή συμφωνία· ◊ \объявлять благодарность ἐκφράζω εὐχαριστίες· \объявлять шах шахм. ἀπειλω τόν βασιληά (στό σκάκι).
См. также в других словарях:
εκφράζω — εκφράζω, εξέφρασα και έκφρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκφράζω — (AM ἐκφράζω) φανερώνω τις σκέψεις μου με λόγια, διατυπώνω, εκδηλώνω νεοελλ. παθ. εξωτερικεύω την ψυχική μου κατάσταση («εκφράζεται με τα χέρια») αρχ. μσν. περιγράφω, εικονίζω, διαγράφω αρχ. 1. εμφαίνω, υποδεικνύω 2. εξηγώ με κομψές εκφράσεις («τὸ … Dictionary of Greek
εκφράζω — έκφρασα και εξέφρασα, εκφράστηκα, εκφρασμένος, μτβ. 1. φανερώνω τις σκέψεις μου με φράσεις, διατυπώνω, εκδηλώνω: Σας εκφράζω τις ευχαριστίες μου. 2. εξωτερικεύω την ψυχική μου κατάσταση (όχι με λόγια): Το βλέμμα της εκφράζει την καλοσύνη της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκφράζῃ — ἐκφράζω tell over pres subj mp 2nd sg ἐκφράζω tell over pres ind mp 2nd sg ἐκφράζω tell over pres subj act 3rd sg ἐκφράζω tell over pres subj mp 2nd sg ἐκφράζω tell over pres ind mp 2nd sg ἐκφράζω tell over pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφράσω — ἐκφράζω tell over aor subj act 1st sg ἐκφράζω tell over fut ind act 1st sg ἐκφράζω tell over aor subj act 1st sg ἐκφράζω tell over fut ind act 1st sg ἐκφράζω tell over aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ἐκφράζω tell over aor ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφραζόντων — ἐκφράζω tell over pres part act masc/neut gen pl ἐκφράζω tell over pres imperat act 3rd pl ἐκφράζω tell over pres part act masc/neut gen pl ἐκφράζω tell over pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφρασθέντα — ἐκφράζω tell over aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐκφράζω tell over aor part pass masc acc sg ἐκφράζω tell over aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐκφράζω tell over aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφράζει — ἐκφράζω tell over pres ind mp 2nd sg ἐκφράζω tell over pres ind act 3rd sg ἐκφράζω tell over pres ind mp 2nd sg ἐκφράζω tell over pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφράζομεν — ἐκφράζω tell over pres ind act 1st pl ἐκφράζω tell over pres ind act 1st pl ἐκφράζω tell over imperf ind act 1st pl (homeric ionic) ἐκφράζω tell over imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφράζοντα — ἐκφράζω tell over pres part act neut nom/voc/acc pl ἐκφράζω tell over pres part act masc acc sg ἐκφράζω tell over pres part act neut nom/voc/acc pl ἐκφράζω tell over pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφράζουσιν — ἐκφράζω tell over pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκφράζω tell over pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐκφράζω tell over pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκφράζω tell over pres ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)