-
1 высказать
высказать λέγω, εκφράζω, διατυπώνω· \высказать своё мнение λέγω (или εκφράζω) τη γνώμη μου· \высказать предположение προϋποθέτω \высказаться εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μου' \высказаться за что-л. (против чего-л.) εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)* * *λέγω, εκφράζω, διατυπώνωвы́сказать своё мне́ние — λέγω ( или εκφράζω) τη γνώμη μου
вы́сказать предположе́ние — προϋποθέτω
-
2 выражать
выража||тьнесов1. ἐκφράζω, διατυπώνω/ ἐκδηλώνω, φανερώνω (проявлять, обнаруживать):\выражать благодарность ἐκφράζω (τίς) εὐχαριστίες· \выражать мысль διατυπώνω μιά σκέψη· ее лицо́ \выражатьло радость τό πρόσωπο της ἐξέφραζε χαρά·2. (в каких-л. единицах) διατυπώνω. -
3 редактированиеть
редактирование||тьсов и несов1. (текст) συντάσσω, θεωρώ, ἐπιμελούμαι·2. (рукозодить изданием):\редактированиетьть журнал εἶμαι διευθυντής συντάξεως περιοδικού·3. (формулировать) συντάσσω, διατυπώνω:по-другому \редактированиетьть фразу διατυπώνω ὀλλοιώς τή φράση. -
4 оформить
-млго, -мишьρ.σ.μ.1. διαπλάσσω, διασχηματίζω, διατυπώνω• διακοσμώ, φιλοτεχνώ• εξωραΐζω•оформить соглашение διατυπώνω (συντάσσω) συμφωνία•
оформить книгу διακοσμώ βιβλίο.
2. εγγράφω (κατά τις διατάξεις)•оформить на работу εγγράφω, προσλαμβάνω στη δουλειά.
1. εγγράφομαι, προσλαμβάνομαι (σύμφωνα με τις διατάξεις).2. σχηματίζομαι, παίρνω την τελική μορφή διαπλάσσομαι διατυπώνομαι. -
5 выражать
1. (в каких-л. единицах) εκφράζω 2. (передавать, отражать) διατυπώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выражать
-
6 высказаться
εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μουвы́сказатьсяся за что-л. (про́тив чего́-л.) — εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)
-
7 высказывать
высказыватьнесов λέγω, ἐκφράζω, διατυπώνω:\высказывать предположение ἐκφράζω είκασία· \высказывать уверенность ἐκφράζω τήν πεποίθηση· \высказывать свое мнение ἐκφέρω τήν γνώμην μου. -
8 набрасывать
набрасывать Iнесов1. (на пол и т. п.) ρίχνω, πετῶ κάτω·2. (в общих чертах) προσχεδιάζω, διατυπώνω σέ γενικές γραμμές (проект, рисунок и т. п.)/ γράφω στά πρόχειρα (письмо):\набрасывать план καταστρώνω πρόχειρα τό σχέδιο.набрасывать IIнесов ρίχνω:\набрасывать платок на плечи ρίχνω τή μαντήλα στους ὠμους· \набрасывать пальто́ ρίχνω ἐπάνω μου τό παλτό· \набрасывать крюк на петлю περνῶ τό γάντζο. -
9 оговорка
оговор||каж1. ἡ ἐπιφύλαξη [-ις], ὁ ὀρος:сделать \оговоркаку διατυπώνω бро· с \оговоркакой μέ ἐπιφύλαξη· без \оговоркаок χωρίς ἐπιφυλάξεις, ἀνεπιφυλάκτως·2. (ошибочно сказанное слово, фраза) τό λάθος, ἡ παραδρομή τής γλώσσας. -
10 сформулировать
сформулироватьсов διατυπώνω. -
11 формула
формул||аж в разн. знач. ὁ τύπος, ἡ φόρμουλα:математическая \формула ὁ μαθηματικός τύπος· химическая \формула ὁ χημικός τύπος· выразить в \формулае διατυπώνω. -
12 формулировать
формул||и́роватьсов и несов διατυπώνω. -
13 формулировка
формул||ировкаж в разн. знач. ἡ διατύπωση [-ις]:давать \формулировкаиро́вку διατυπώνω. -
14 набрасывать
[ναμπράσυβατ'] ρ. προσχεδιάζω, διατυπώνω -
15 сформулировать
[σφαρμουλίραβατ'] ρ. διατυπώνω -
16 формулировать
[φαρμουλίραβατ"] ρ. διατυπώνω -
17 набрасывать
[ναμπράσυβατ'] ρ προσχεδιάζω, διατυπώνω -
18 сформулировать
[σφαρμουλίραβατ'] ρ διατυπώνω -
19 формулировать
[φαρμουλίραβατ"] ρ διατυπώνω -
20 выразить
-ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выраженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. εκφράζω• εκδηλώνω, φανερώνω, εξωτερικεύω, δείχνω•выразить свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου•
-желание εκφράζω την επιθυμία•
лицо -ло досаду έδειχνε πως ήταν βαριόθυμος.
2. διατυπώνω, παρασταίνω (σε μονάδες, φόρμουλες κλπ.).1. εκφράζομαι• εκδηλώνομαι, φαίνομαι, δείχνω.2. διατυπώνομαι, παρασταίνομαι. || (οσίλ.) εκφράζομαι άσχημα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διατυπώνω — διατυπώνω, διατύπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διατυπώνω — (AM διατυπῶ, όω) δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω μσν. 1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε») 2. κανονίζω, προετοιμάζω 3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα») μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
διατυπώνω — διατύπωσα, διατυπώθηκα, διατυπωμένος, εκθέτω, εκφράζω με ακρίβεια και συγκεκριμένο τρόπο τις σκέψεις μου: Διατυπώνει σωστά τις σκέψεις του και γίνεται κατανοητός απ’ όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεκτικοποιώ — διατυπώνω με λέξεις κάτι το εσωτερικευμένο στην ψυχή μου, εκφράζω σε ζώσα γλώσσα κάτι που νιώθω μέσα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξέν. όρου, πρβλ. γαλλ. verbaliser (< verb «ρήμα, λόγος, λέξη»)] … Dictionary of Greek
διαμφισβητώ — (AM διαμφισβητῶ, έω) 1. θέτω υπό αμφισβήτηση 2. διατυπώνω διεκδικήσεις ή απαιτήσεις για την κυριότητα ενός αντικειμένου 3. διατυπώνω επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητα ή αυθεντικότητα ενός αντικειμένου 4. διαφιλονικώ … Dictionary of Greek
προδιατυπώ — όω, Α 1. διατυπώνω, εκφράζω κάτι σε γενικές γραμμές εκ τών προτέρων 2. προσχεδιάζω («ἡ ἐν τῷ ἀρχιτεκτονικῷ προδιατυπωθεῑσα πόλις», Φίλ.) 3. παθ. προδιατυποῡμαι, όομαι προδιαγράφομαι σε γενικές γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διατυπῶ «διατυπώνω,… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek
δογματίζω — δογμάτισα 1. διατυπώνω δόγμα. 2. διατυπώνω απόψεις με απόλυτο τρόπο που δεν επιδέχεται αντίρρηση: Όταν δογματίζεις δεν μπορείς να κάνεις διάλογο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκφράζω — έκφρασα και εξέφρασα, εκφράστηκα, εκφρασμένος, μτβ. 1. φανερώνω τις σκέψεις μου με φράσεις, διατυπώνω, εκδηλώνω: Σας εκφράζω τις ευχαριστίες μου. 2. εξωτερικεύω την ψυχική μου κατάσταση (όχι με λόγια): Το βλέμμα της εκφράζει την καλοσύνη της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιολογώ — ( έω) (Α αἰτιολογῶ) ερευνώ, εξηγώ, αναφέρω την αιτία, δικαιολογώ νεοελλ. διατυπώνω λογικά επιχειρήματα για την υποστήριξη μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + λογώ < λογος < λέγω. ΠΑΡ. αιτιολογία, αιτιολογικός αρχ … Dictionary of Greek
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek