Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ωφελώ

См. также в других словарях:

  • ωφελώ — ὠφελῶ, έω, ΝΜΑ 1. παρέχω ωφέλεια, κάνω καλό σε κάποιον, βοηθώ, εξυπηρετώ (α. «οι διακοπές τόν ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ μηδέν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. μέσ. ωφελούμαι και ὠφελοῡμαι, έομαι έχω ώφελος, έχω συμφέρον, κερδίζω (α. «βγήκε… …   Dictionary of Greek

  • ωφελώ — ωφελώ, ωφέλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ωφελώ — ωφέλησα, ωφελήθηκα, ωφελημένος 1. προξενώ ωφέλεια, εξυπηρετώ, είμαι ωφέλιμος, κάνω καλό: Τον ωφέλησε η αλλαγή κλίματος. 2. το μέσο, ωφελούμαι έχω όφελος, κερδίζω: Τίποτε δεν ωφελήθηκα απ αυτή τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠφελῶ — ὠφελέω help pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὠφελέω help pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφέλω — ἀφέλω , ἀφαιρέω take away from aor subj act 1st sg ἀφέλω , ἀφαιρέω take away from aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλωφελούμαι — ( έομαι) ωφελώ κάποιον και ωφελούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + ωφελώ ( ούμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλωφέλεια] …   Dictionary of Greek

  • επωφελούμαι — (AM ἐπωφελῶ, έω) [ωφελώ] νεοελλ. χρησιμοποιώ, αξιοποιώ τις δυνατότητες που μού παρέχονται για να ωφεληθώ («επωφελήθηκε από την περίσταση») αρχ. ωφελώ, βοηθώ («κεῑνον θέλων ἐπωφελῆσαι ταῡτ’ ἓδρα», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • προσωφελώ — έω, Α [ωφελῶ] 1. βοηθώ, ωφελώ επιπροσθέτως («προσωφελέειν... τοῑσι Ἕλλησι», Ηρόδ.) 2. συντελώ στο να είναι κάτι... («μέγα προσωφελέειν ἐς τὸ εὔσαρκον», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • συνωφελώ — και αττ. τ. ξυνωφελῶ, έω, Α [ὠφελῶ] 1. ωφελώ ή ανακουφίζω κάποιον από κοινού με άλλον 2. παρέχω βοήθεια σε κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • φελώ — φελῶ, άω, ΝΜ 1. (μτβ.) ωφελώ κάποιον 2. (αμτβ.) είμαι χρήσιμος, έχω αξία (α. «ήτο δειλό κι ακάτεχο, στ άρματα δεν εφέλα», Ερωτόκρ. β. «καὶ μάθε τὰ γραμματικά, ἂν θέλῃς νὰ φελέσῃς», Πρόδρ.) νεοελλ. παροιμ. «όπου φελά, παντού φελά» δηλώνει ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • όνησις — ὄνησις, εως και δωρ. τ. ὄνασις, ιος, ἡ (Α) 1. χρησιμότητα, ωφέλεια, κέρδος 2. απόλαυση, ευτυχία 3. φρ. α) «ὄνασίς ἐστί τινι» ωφέλεια ή χαρά για κάποιον β) «ἔπ ὄνασίν τινι» και «εἰς ὄνασίν τίνος» για τη χαρά και την ευτυχία κάποιου γ) «ὄνησιν ἔχω» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»