-
1 приводить
приводитьнесов1. φέρ(ν)ω, ὁδηγώ:\приводить ребенка домой φέρνω τό παιδί στό σπίτι· \приводить обратно ἐπαναφέρω, φέρνω πίσω· \приводить κ чему́-л. ὁδηγώ σέ...·2. (факты, данные и т. п.) παραθέτω, προσάγω, φέρνω:\приводить доводы φέρνω ἐπιχειρήματα· \приводить доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \приводить в пример φέρνω σάν παράδειγμα, ἀναφέρω ὡς παράδειγμα·3. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρνω / ρίχνω (повергать):\приводить в движение βάζω σέ κίνηση· \приводить в замешательство βάζω σέ ἀμηχανία, φέρνω σύγχυση· \приводить в восторг προκαλώ τό θαυμασμό[ν]· \приводить в бешенство, в ярость κά(μ)νω νά λυσσάξει, κάνω ἐξω φρένων· \приводить в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \приводить в чу́вство συνεφέρνω· \приводить в соответствие προσαρμόζω· \приводить в порядок а) βάζω σέ τάξη, τακτοπιώ, б) (уби·. рать) συγυρίζω· \приводить в беспорядок προκαλώ ἀκαταστασία· \приводить в негодность καθιστώ ἄχρηστο, κάνω ἄχρηστο· ◊ \приводить в исполнение θέτω σέ ἐφαρμογή, ἐκτελώ· \приводить приговор в исполнение ἐκτελώ ἀπόφαση· \приводить к концу́ φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνὠ \приводить к присяге ὁρκίζω· \приводить к общему зна-мени́телю мат τρέπω ἐτερώνυμα κλάσματα σε ὁμώνυμα. -
2 прииосять
приио||сятьнесов1. φέρνω, προσκομίζω:\прииосять обратно φέρνω πίσω, ἐπαναφέρω·2. (давать) ἀποδίδω, ἐπιφέρω / καρποφορώ (урожай, плоды и т. п.) / ἀποφέρω (доходы и т. п.):\прииосять пользу ἀποδίδω ὅφελος· \прииосять вред ἐπιφέρω ζημία· \прииосять радость φέρνω χαρά· \прииосять счастье (несчастье) φέρνω εὐτυχία (δυστυχία)· ◊ \прииосять благодарность за что́-л. 'ευχαριστώ, εὐγνωμονώ, ἐκφράζω τίς εὐχαριστίες μου· \прииосять в жертву θυσιάζω κάτι. -
3 обежать
обежатьсов1. (вокруг) φέρνω γύρο, περιτρέχω:\обежать весь сад φέρνω γύρο ὀλο τό κήπο·2. (многих) φέρνω βόλτα, περνώ, τρέχω σέ πολλά μέρη. -
4 подносить
подноситьнесов1. (приближать) φέρνω κοντά, πλησιάζω (ρετ.):\подносить кии́гу κ глазам φέρνω τό βιβλίο κοντά στά μάτια·2. (доставлять) φέρνω, κουβαλώ:\подносить патроны κουβαλώ φυσίγγια·3. (подарок и т. ἡ.) προσφέρω:\подносить букет цветов προσφέρω ἀνθοδέσμη. -
5 поднести
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под-несенный, βρ: -сн, -сена, -сено.1. φέρνω κοντά•поднести ложку ко рту φέρνω το κουτάλι στο στόμα•
поднести ребнка к окну φέρνω το παϊδάκι κοντά στο παράθυρο.
|| μεταφέρω•поднести гранаты в окопы μεταφέρω χειροβομβίδες στα χαρακώματα.
(απρόσ.) έλκω, τραβώ» (παρα)σύρω.2. κερνώ, τρατάρω, φιλεύω.3. προσφέρω δώρο. -
6 внести
внести 1) φέρνω μέσα,μπάζω· επιφέρω (в -проект и т. п.) 2) (уплатить) πληρώνω \внестиденьги καταβάλλω (или καταθέτω) χρήματα 3) (вписать) εγγράφω· \внести в список εγγράφω στον κατάλογο 4): \внести предложение υποβάλλω (или κάνω) πρόταση \внести законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο* * *1) φέρνω μέσα, μπάζω; επιφέρω (в проект и т. п.)2) ( уплатить) πληρώνωвнести́ де́ньги — καταβάλλω ( или καταθέτω) χρήματα
3) ( вписать) εγγράφωвнести́ в спи́сок — εγγράφω στον κατάλογο
4)внести́ предложе́ние — υποβάλλω ( или κάνω) πρόταση
внести́ законопрое́кт — υποβάλλω νομοσχέδιο
-
7 завести
завести 1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ 2) (пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπρος; \завести мотор βάζω μπρος το μοτέρ; \завести часы κουρντίζω το ρολόι ◇ \завести знакомство πιάνω γνωριμία \завести разговор αρχίζω κουβέντα* * *1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ2) ( пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπροςзавести́ мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ
завести́ часы́ — κουρντίζω το ρολόι
••завести́ знако́мство — πιάνω γνωριμία
завести́ разгово́р — αρχίζω κουβέντα
-
8 занести
занести 1) (принести) κουβαλώ, φέρνω 2) (вписать) εγγράφω* \занести в список εγγράφω στον κατάλογο* * *1) ( принести) κουβαλώ, φέρνω2) ( вписать) εγγράφωзанести́ в спи́сок — εγγράφω στον κατάλογο
-
9 отнести
отнести φέρνω, μεταφέρω' я должен \отнести эти вещи πρέπει να τα πάω αυτά τα πράγματα \отнестись (к кому-чему-л.) κομσυμπεριφέρομαι* * *φέρνω, μεταφέρωя до́лжен отнести́ э́ти ве́щи — πρέπει να τα πάω αυτά τα πράγματα
-
10 подвести
подвести 1) (привести) φέρνω, οδηγώ προς 2) (поставить в затруднительное положение) εξαπατώ, ξεγελώ* * *1) ( привести) φέρνω, οδηγώ προς2) ( поставить в затруднительное положение) εξαπατώ, ξεγελώ -
11 привезти
-
12 привести
-
13 пример
пример м 1) το παράδειγμα· привести \пример φέρνω παράδειγμα 2) мат. η άσκηση* * *м1) το παράδειγμαпривести́ приме́р — φέρνω παράδειγμα
2) мат. η άσκηση -
14 принести
принести 1) φέρνω 2) (причинить) προξενώ· \принести пользу ωφελώ· \принести вред βλάφτω, προξενώ βλάβη ◇ \принести благодарность εκφράζω την ευχαρίστηση μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη* * *1) φέρνω2) ( причинить) προξενώпринести́ по́льзу — ωφελώ
принести́ вред — βλάφτω, προξενώ βλάβη
••принести́ благода́рность — εκφράζω την ευχαρίστησή μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη
-
15 выдвигать
выдвигатьнесов1. (вперед, на середину) προωθώ, φέρνω μπροστά, βγάζω μπροστά·2. (ящик, задвижку) τραβώ, σύρω·3. перен φέρνω, προσάγω, παρουσιάζω, προβάλλω/ προτείνω, ὑποβάλλω (предлагать)/ ὑποβάλλω, ἀναδείχνω (кандидатуру):\выдвигать доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \выдвигать обвинение προβάλλω κατηγορία, κατηγορώ· \выдвигать довод προβάλλω τό ἐπιχείρημα· \выдвигать на первый план προωθώ, προβάλλω, βάζω στήν πρώτη θέση· \выдвигать предложение κάνω πρόταση· \выдвигать вопрос προβάλλω ζήτημα·4. (на должность) προτείνω, ἀναδείχνω. -
16 доставить
достав||итьсов, достав||лять несов1. (к месту назначения) παραδίδω, κομίζω, φέρνω:\доставить письмо́ φέρνω τό γράμμα· \доставить провиант воен. ἐφοδιάζω μέ τρόφιμα· \доставить сведения к сроку στέλνω τίς πληροφορίες ἔγκαιρα·2. (причинять) προξενώ, κάνω:\доставить удовольствие προξενώ εὐχαρίστηση· \доставить беспокойство προξενώ ἀνησυχία. -
17 завозить
завозитьнесов1. (куда-л., к кому-л.) φέρνω, μεταφέρω·2. (о товарах) μεταφέρω, κομίζω, φέρνω. -
18 замешательство
замешательствос ἡ σύγχυση [-ις], ἡ ταραχή/ ἡ ἀμηχανία (смущение):приходить в \замешательство τά χάνω, Ερχομαι σέ ἀμηχανία· вносить \замешательство φέρνω σύγχυση· приводить в \замешательство φέρνω σέ ἀμηχανία. -
19 заносить
заносить Iнесов1. (приносить) φέρνω κάπου, κουβαλὤ2. (болезнь) μεταφέρνω, φέρνω·3. (вносить, записывать) (κατά) γράφω, σημειώνω, καταχωρώ:\заносить в протокол (κατα)γράφω στά πρακτικά· \заносить на доску почета γράφω στον πίνακα τιμής·4. безл:дорогу часто заносит снегом ὁ δρόμος συχνά σκεπάζεται ἀπό χιόνι·5. (поднимать) σηκώνω:\заносить ру́ку σηκώνω τό χέρι· \заносить ногу в стремя βάζω τό πόδι στή σκάλα τής σέλλας.заносить IIсоз. см. занашивать. -
20 конец
кон||ецм1. (окончание чего-л.) τό τέλος, τό πέρας / τό τέρμα (дороги):\конец года τό τέλος τοῦ ἐτους· приходить к \конеццу́ φθάνω στό τέλος, φθάνω στό τέρμα· доводить до \конецца φέρνω σέ πέρας·2. (край) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν]· Ζ. мор. (канат) τό σχοινί, τό παλαμάρι·4. (расстояние, путь) ἡ ἀπόσταση [-ις], ἡ διαδρομή, τό διάστημα:в оба \конецод ὁ πηγαινοερμός ἐδῶ καί πίσω· ◊ положить \конец чему-л. βάζω τέλος, βάζω τέρμα σέ κάτι· и дело с \конеццо́м разг καί ξεμπερδεύουμε· \конецца нет чему́-л. δέν λεει νά τελειώσει· без \конецца ἀτέλειωτα· \конецца-кра́ю нет δέν ἔχει τελειωμό· на худой \конец разг στή χειρότερη περίπτωση· сводить \конеццы с \конеццами разг μόλις τά βγάζω πέρα, τά φέρνω βόλτα· в \конецце \конеццо́в στό τέλος τέλος, ото κάτω κάτω (τής γραφής)· и \конеццы в воду разг ὁβτε είδα, ὁὔτε ξέρω· палка о двух \конеццах δίκοπο μαχαίρι.
См. также в других словарях:
φέρνω — φέρνω, έφερα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φέρνω — Ν βλ. φέρω … Dictionary of Greek
φέρνω — βλ. φέρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαναπατρίζω — φέρνω πίσω στην πατρίδα άτομα που είχαν απομακρυνθεί από εκεί βίαια ή με τη θέλησή τους … Dictionary of Greek
καλοτελειώνω — φέρνω σε καλό τέλος, αποπερατώνω αισίως, τελειώνω με το καλό … Dictionary of Greek
δακτυλοδεικτώ — φέρνω κάποιον ως παράδειγμα. Χρησιμοποιείται κυρίως η μετοχή δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή: Ο γιος του είναι ένας δακτυλοδεικτούμενος εγκληματίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ … Dictionary of Greek
προσκομίζω — ΝΜΑ [κομίζω] 1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῑς Ἀχαιοῑς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο… … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek