-
1 высказать
высказать λέγω, εκφράζω, διατυπώνω· \высказать своё мнение λέγω (или εκφράζω) τη γνώμη μου· \высказать предположение προϋποθέτω \высказаться εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μου' \высказаться за что-л. (против чего-л.) εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)* * *λέγω, εκφράζω, διατυπώνωвы́сказать своё мне́ние — λέγω ( или εκφράζω) τη γνώμη μου
вы́сказать предположе́ние — προϋποθέτω
-
2 предполагать
1. (догадываться, судить предварительно) υποθέτω, θεωρώ, πιθανολογώ 2. (иметь своим условием, предпосылкой) προϋποθέτω, προβλέπω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предполагать
-
3 предполагать
предполагатьнесов1. (думать) ὑποθέτω, νομίζω:\предполагатью, что это так ἐγώ ὑποθέτω δτι ἔτσι εἶναι·2. (намереваться) σκοπεύω, προτίθεμαι:он \предполагатьет выехать послезавтра σκοπεύει νά ἀναχωρήσει μεθαύριο·3. (иметь своим условием) προϋποθέτω. -
4 мечтать
ρ.δ. ονειροπολώ, ρεμβάζω, φαντασιοκοπώ, ονειρεύομαι. || ποθώ μανιώδικα. || προύποθέτω ελπίζω.εκφρ.мечтать о себе (много, высоко) – έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου.ονειρεύομαι, ονειροπολώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
5 полагать
ρ.δ.1. παλ. καταβάλλω, διαθέτω, βάζω.2. παλ. βλ. класть (6 σημ.).3. υποθέτω, νομίζω, εικάζω, φαντάζομαι•полагать мы -ли, что он уехал εμείς υποθέσαμε ότι αυτός έφυγε.
|| προύποθέτω, σκοπεύω, προτίθεμαι. -
6 предполагать
ρ.δ.1. βλ. предположить.2. σκοπεύω, προτίθεμαι•предполагать быть инженером σκοπεύω να γίνω μηχανικός.
3. προύποθέτω•эта работа -ет большой опыт αυτή η εργασία προύποθέτει μεγάλη πείρα.
προτίθεμαι.(απρόσ.) υποτίθεμαι. -
7 представить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. παρουσιάζω, εμφανίζω επιδείχνω προσάγω•представить свидетелей к допросу παρουσιάζω (φέρω) μάρτυρες για εξέταση (ανάκριση)•
представить справку φέρω (προσκομίζω) βεβαίωση.
2. συσταίνω, γνωρίζω3. απεικονίζω, αναπαρασταίνω. || παρασταίνω στη σκηνή.4. φαντάζομαι•-авь себе (για) φαντάσου•
-авьте моё удивление φανταστήτε την έκπληξη μου (θαυμασμό μου).
5. προύποθέτω•это -ит большие трудности αυτό θα παρουσιάσει μεγάλες δυσκολίες.
1. παρουσιάζομαι•имею честь представить έχω την τιμή να παρουσι-στώ.
2. φαίνομαι.3. αναφαίνομαι.4. φαντάζομαι, παρασταίνω με τη φαντασία.5. ονειρεύομαι, βλέπω στο όνειρο.6. προσποιούμαι•больным κάνω τον άρρωστο.
См. также в других словарях:
προϋποθέτω — Ν 1. υποθέτω εκ τών προτέρων κάτι, θεωρώ κάτι ως δεδομένο 2. εξαρτώμαι από μια προϋπόθεση, από έναν όρο («η εκτέλεση τού έργου προϋποθέτει μεγάλες επενδύσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. προϋποτίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Θ. Φαρμακίδη] … Dictionary of Greek
προϋποθέτω — προϋπέθεσα 1. υποθέτω κάτι από πριν, παίρνω κάτι ως δεδομένο. 2. εξαρτώμαι από ορισμένο όρο: Η κάθε επιτυχία προϋποθέτει σοβαρή δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
προϋπόθεση — η, Ν 1. ό,τι προϋποτίθεται, ό,τι θεωρείται εκ τών προτέρων ως δεδομένο για να στηριχθεί επιχείρημα, να συναχθεί συμπέρασμα ή να επιτευχθεί συμφωνία 2. όρος από τον οποίο εξαρτάται κάτι («θα σού στείλω το δέμα με την προϋπόθεση ότι θα βρεις μέσο… … Dictionary of Greek