-
1 заявить
δηλώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявить
-
2 декларировать
δηλώνω επίσημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > декларировать
-
3 объявлять
1. (заявлять, оглашать) δηλώνω, κοινοποιώ, ανακοινώνω, (напр. войну) κηρύσσω 2. (сообщать, ставить в известность) γνωστοποιώ, κοινοποιώ, δηλώνω, αναγγέλλω, ανακοινώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объявлять
-
4 заявить
-
5 заявление
заявление с 1) η δήλωση сделать \заявление δηλώνω 2) (ходатайство) η αίτηση, η αναφορά написать \заявление κάνω αναφορά, υποβάλλω αίτηση* * *с1) η δήλωσηсде́лать заявле́ние — δηλώνω
2) ( ходатайство) η αίτηση, η αναφοράнаписа́ть заявле́ние — κάνω αναφορά, υποβάλλω αίτηση
-
6 категорически
категорически κατηγορηματικά \категорически отказываться (заявлять) αρνούμαι ( δηλώνω) κατηγορηματικά* * *категори́чески отка́зываться (заявля́ть) — αρνούμαι (δηλώνω) κατηγορηματικά
-
7 объявить
объявить ανακοινώνω, γνωστοποιώ· δηλώνω (заявить)* \объявить войну κηρύττω τον πόλεμο ◇ \объявить благодарность εκφράζω ευχαριστίες* * *ανακοινώνω, γνωστοποιώ; δηλώνω ( заявить)объяви́ть войну́ — κηρύττω τον πόλεμο
••объяви́ть благода́рность — εκφράζω ευχαριστίες
-
8 объявлять
объявлятьнесов1. (сообщать) γνωστοποιώ, δηλώνω, ἀνακοινώνω:\объявлять о своем несогласии δηλώνω διαφωνία·2. (оглашать) ἀνακοινώνω, κοινοποιώ:\объявлять решение суда ἀνακοινώνω δικαστική ἀπόφαση· \объявлять приговор κοινοποιώ καταδικαστική ἀπόφαση·3. (заявлять о начале чего-л.) κηρύττω:\объявлять войну κηρύττω τόν πόλεμο· \объявлять конкурс προκηρύττω διαγωνισμό14. (кого-что кем-чем или каким) θεωρώ, βγάζω:\объявлять» договор недействительным θεωρῶ ἄκυρη τή συμφωνία· ◊ \объявлять благодарность ἐκφράζω εὐχαριστίες· \объявлять шах шахм. ἀπειλω τόν βασιληά (στό σκάκι). -
9 заявить
-явлю--явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заявленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.1. δηλώνω•заявить о своём согласии δηλώνω οτι συμφωνώ.
ρ.μ. παλ. εμφανίζω, παρουσιάζω, δείχνω. || εκδηλώνω•заявить протест διαμαρτύρομαι•
-о своём желании εκδηλώνω την επιθυμία•
свой права на что-л. προβάλλω δικαιώματα σε κάτι•
он -ил мне своё намерение ή о своём намерении αυτός μου εκμυστηρεύτηκε (φανέρωσε)τις διαθέσεις του.
2. αναφέρω• καταθέτω•он -ил в милицию о происшествии αυτός ανάφερε στην αστυνομία για το συμβάν.
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι. -
10 объявить
-явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•
объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•
объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.
|| (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•
объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.
|| εκφράζω•объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.
|| φανερώνω, δείχνω•объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.
|| καταγγέλλω•объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.
|| φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).
2. κηρύσσω•объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•
объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.
|| προκηρύσσω•объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.
|| διακηρύσσω, διαγορεύω•объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.
1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.2. παλ. κηρύσσομαι. -
11 предъявить
1. (представить) παρουσιάζω, εμφανίζω 2. (заявить ο чём-л, требуя удовлетворения, объяснения) προβάλλω, δηλώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предъявить
-
12 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
13 заивлять
заив||ля́тьнесов1. δηλώνω:\заивлятьлять о своем желании ἐκδηλώνω (или ἐκφράζω) τήν ἐπιθυμία· \заивлятьля́ть протест διαμαρτύρομαι· \заивлятьлять свой права на что-л. προβάλλω τά δικαιώματα μου·2. (сообщать) καταθέτω δήλωση:\заивлятьлять в милицию о краже κάνω μήνυση στήν ἀστυνομία γιά κλοπή. -
14 публично
публичн||онареч δημόσια, δημοσίως, δημοσία, παρρησία:\публично заявить δηλώνω δημοσία. -
15 заявлять
[ζαγιαβλγιάτ'] ρ. δηλώνω -
16 объявлять
[αμπ'γιαβλγιάτ*] ρ. ανακοινώνω, δηλώνω -
17 заявлять
[ζαγιαβλγιάτ'] ρ δηλώνω -
18 объявлять
[αμπ'γιαβλγιάτ'] ρ ανακοινώνω, δηλώνω -
19 выражать
ρ.δ.μ.1. βλ. выразить.2. απεικονίζω• σημαίνω, δηλώνω.1. βλ. выразиться.2. (απλ.) βρίζω, εκστομίζω βρισιές. -
20 декларировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ. διακηρύσσω, δηλώνω επίσημα,διακηρύσσομαι, δηλώνομαι επίσημα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δηλώνω — δηλώνω, δήλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… … Dictionary of Greek
δηλώνω — δήλωσα, δηλώθηκα, δηλωμένος 1. αναφέρω, φανερώνω, κάνω κάτι γνωστό: Πρέπει να δηλώσεις στην εφορία όλη την ακίνητη περιουσία σου. 2. δείχνω,σημαίνω, έχω αυτό το νόημα: Οι πράξεις του δηλώνουν το αντίθετο από αυτό που δηλώνουν τα λόγια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek
καταφατίζω — (Α) δηλώνω, υπόσχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φατίζω «δηλώνω, υπόσχομαι»] … Dictionary of Greek
παρεμφαίνω — ΝΑ [εμφαίνω] φανερώνω κάτι με έμμεσο ή πλάγιο τρόπο («τὴν αὑτοῡ παρεμφαῑνον ὄψιν», Πλάτ.) νεοελλ. υποδηλώνω, υποσημαίνω αρχ. 1. δηλώνω, δείχνω, παρουσιάζω («κακοἡθως δὲ παρεμφαίνουσιν οἱ κωμικοί», Πλούτ.) 2. (για οσμή) μοιάζω («παρεμφαίνειν ὀσμήν … Dictionary of Greek
προδηλώ — όω, Α 1. καθιστώ κάτι φανερό εκ τών προτέρων 2. δηλώνω σαφώς, πλήρως 3. δίνω από πριν οδηγίες, υποδείξεις σε κάποιον να κάνει κάτι 4. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προδηλούμενος, ένη, ον (σχετικά με πρόσ.) αυτός που προαναφέρθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * +… … Dictionary of Greek
προδιασημαίνομαι — Μ δηλώνω κάτι εκ τών προτέρων («ἀρκοῡντα προδιασημηνάμενος τοῑς πειρωμένοις παίζειν ἐν οὐ παικτοῑς», Ακτουάρ. Ιωάνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασημαίνω «δηλώνω, φανερώνω κάτι με σήματα»] … Dictionary of Greek
προσδηλώ — όω, Α δηλώνω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δηλῶ «δηλώνω»] … Dictionary of Greek
συνεπιδηλώ — όω, Μ δηλώνω φανερά μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιδηλῶ «δηλώνω φανερά»] … Dictionary of Greek
αδήλωτος — η, ο [δηλώνω] 1. αφανέρωτος, ανέκφραστος, ενδόμυχος 2. αυτός που δεν δηλώθηκε, για προϊόντα ή εμπορεύματα που έπρεπε κατά τον νόμο να δηλωθούν ή για πρόσωπα που δεν καταγράφηκαν στα δημοτικά, στρατιωτικά ή άλλα επίσημα μητρώα … Dictionary of Greek