Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προξενώ

  • 1 повреждать

    προξενώ ζημιά, (травмировать) τραυματίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждать

  • 2 причинять

    προξενώ, προκαλώ, επιφέρω
    - вред βλάπτω, προκαλώ ζημιά/βλάβη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причинять

  • 3 доставить

    доставить 1) (перенести) (μετα)φέρω, πηγαίνω 2) (при чинить) προξενώ, κάνω \доставить удовольствие προξενώ ευχαρί στηση
    * * *
    1) ( перенести) (μετα)φέρω, πηγαίνω
    2) ( причинить) προξενώ, κάνω

    доста́вить удово́льствие — προξενώ ευχαρίστηση

    Русско-греческий словарь > доставить

  • 4 принести

    принести 1) φέρνω 2) (причинить) προξενώ· \принести пользу ωφελώ· \принести вред βλάφτω, προξενώ βλάβη ◇ \принести благодарность εκφράζω την ευχαρίστηση μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη
    * * *
    2) ( причинить) προξενώ

    принести́ по́льзу — ωφελώ

    принести́ вред — βλάφτω, προξενώ βλάβη

    ••

    принести́ благода́рность — εκφράζω την ευχαρίστησή μου, χρεωστώ ευγνωμοσύνη

    Русско-греческий словарь > принести

  • 5 вызвать

    -зову, -зовешь, ρ.σ.μ.
    1. καλώ, φωνάζω•

    вызвать из дому φωνάζω να βγει από το σπίτι•

    вызвать в суд κλητεύω.

    || (ξανα)βγάζω στη σκηνή•

    -ли певца аплодисментами με τα χειροκροτήματα έβγαλαν τον τραγουδιστή στη σκηνή.

    2. καλώ•

    вызвать на соревнование καλώ σέ άμιλλα.

    3. προκαλώ, προξενώ•

    вызвать радость προξενώ χαρά. -насмешки προξενώ τα γέλια•

    вызвать гнев προκαλώ την οργή•

    вызвать аппетит ανοίγω την όρεξη•

    вызвать подозрение εγείρω υποψίες•

    вызвать в память ανακαλώ στη μνήμη•

    вызвать замешательство προξενώ σύγχυση.

    || σηκώνω•

    учитель -ал ученика к доске ο δάσκαλος σήκωσε το μαθητή στον πίνακα•

    это может вызвать взрыв αυτό μπορεί να, προξενήσει έκρηξη.

    καλούμαι• προσφέρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вызвать

  • 6 доставить

    достав||ить
    сов, достав||лять несов
    1. (к месту назначения) παραδίδω, κομίζω, φέρνω:
    \доставить письмо́ φέρνω τό γράμμα· \доставить провиант воен. ἐφοδιάζω μέ τρόφιμα· \доставить сведения к сроку στέλνω τίς πληροφορίες ἔγκαιρα·
    2. (причинять) προξενώ, κάνω:
    \доставить удовольствие προξενώ εὐχαρίστηση· \доставить беспокойство προξενώ ἀνησυχία.

    Русско-новогреческий словарь > доставить

  • 7 причинять

    причинять
    несов προξενώ, προκαλώ, γίνομαι αίτιος, ἐπιφέρω:
    \причинять боль προξενώ πόνο· \причинять вред βλάπτω, προκαλώ ζημία· \причинять беспокойство στενοχωρώ, ἐνοχλώ, προξενώ ἐνόχληση.

    Русско-новогреческий словарь > причинять

  • 8 доставить

    -авлга, -авишь ρ.σ.μ.
    1. φέρω, μεταφέρω, κομίζω (στον προορισμό)•

    я на автомобиле -авлю вас домой θα σας μεταφέρω με το αυτοκίνητο στο σπίτι.

    || παραδίδω, εγχειρίζω. || εφοδιάζω, παρέχω• προσφέρω, δίνω•

    -сведения παρέχω πληροφορίες•

    он -ил мне м-сто αυτός μου πρόσφερε θέση (υπηρεσιακή).

    2. προξενώ, προκαλώ•

    доставить горе προξενώ θλίψη•

    удовольствие προξενώ ευχαρίστηση.

    Большой русско-греческий словарь > доставить

  • 9 нанести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. нанс, -сла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нансший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нанесенный, βρ: -сн, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω (πολύ ή πολλά)•

    нанести подарков φέρω δώρα•

    нанести в дом грязи на сапогах φέρω στο σπίτι πολλή λάσπη με τις μπότες.

    2. (για νερό, άνεμο κλπ.) συσσωρεύω παρασύροντας•

    ветер нанс сугроб ό άνεμος σχημάτησε χιονοστιβάδα•

    на реке -лб мель στο ποτάμι σχημστίστηκε σύρτη.

    || (για ήχο, μυρουδιά κ.τ.τ.) φέρω, παρασύρω• φτάνω.
    3. προσκρούω παρασυρόμενος.
    4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.
    5. (επ)αλείφω, (επι)χρίω περνώ στρώμα•

    нанести смазочное масло на деталь αλείφω με γράσο το εξάρτημα•

    нанести лак βερνικώνω•

    нанести краски на полотно βάφω ύφασμα.

    6. σημειώνω, σημαδεύω, επισημαίνω•

    нанести на карту направление новой дороги σημειώνω στο χάρτη την κατεύθυνση του. νέου δρόμου.

    || αποτυπώνω, σχεδιάζω, φτιάχνω•

    нанести рисунок на ткань φτιάχνω σχέδιο στο ύφασμα.

    7. (μαζί με ουσ. σχηματίζει ρ. με σημ. από το ουσ.)• нанести рану τραυματίζω•

    нанести удар χτυπώ (καταφέρω χτύπημα)•

    нанести оскорбление, обиду προσβάλλω•

    нанести вред, урон βλάπτω•

    нанести поражение νικώ.

    || προξενώ, προκαλώ•

    нанести потери προξενώ απώλειες•

    нанести ущерб προξενώ ζημιά.

    8. (για πτηνά) ωοτοκώ, γεννώ, φέρω.
    εκφρ.
    нанести визит – επισκέπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > нанести

  • 10 причинить

    ρ.σ.μ. προξενώ•

    причинить боль προξενώ πόνο•

    причинить вред προξενώ βλάβη.

    Большой русско-греческий словарь > причинить

  • 11 вред

    вред м η βλάβη, η ζημιά причинить \вред προξενώ ζημιά
    * * *
    м
    η βλάβη, η ζημιά

    причини́ть вред — προξενώ ζημιά

    Русско-греческий словарь > вред

  • 12 нанести

    нанести (причинить) επιφέρω, καταφέρω' \нанести удары καταφέρω πλήγματα* \нанести ущерб προξενώ ζημία' \нанести поражение νικώ ◇ \нанести визит επισκέπτομαι
    * * *
    ( причинить) επιφέρω, καταφέρω

    нанести́ уда́ры — καταφέρω πλήγματα

    нанести́ уще́рб — προξενώ ζημία

    нанести́ пораже́ние — νικώ

    ••

    нанести́ визи́т — επισκέπτομαι

    Русско-греческий словарь > нанести

  • 13 огорчить

    огорчить πικραίνω, προξενώ λύπη· я огорчён тем, что... λυπούμαι που... \огорчиться πικραίνομαι
    * * *
    πικραίνω, προξενώ λύπη

    я огорчён тем, что… — λυπούμαι που...

    Русско-греческий словарь > огорчить

  • 14 причинить

    причинить, причинять προκαλώ, προξενώ; \причинить вред βλάπτω, προκαλώ ζημιά
    * * *
    = причинять
    προκαλώ, προξενώ

    причини́ть вред — βλάπτω, προκαλώ ζημιά

    Русско-греческий словарь > причинить

  • 15 сенсация

    сенсация ж η εντύπωση; вызвать \сенсацияю προξενώ ισχυρή αίσθηση
    * * *
    ж
    η εντύπωση

    вы́звать сенса́цию — προξενώ ισχυρή αίσθηση

    Русско-греческий словарь > сенсация

  • 16 чинить

    I чинить Ι 1) (επι)διορθώνω. επισκευάζω; μπαλώνω (штопать ) 2) (карандаш ) ξύνω II чинить II (устраивать) δημιουργώ; \чинить препятствия προξενώ εμπόδια
    * * *
    I
    1) ( επι) διορθώνω, επισκευάζω; μπαλώνω ( штопать)
    2) ( карандаш) ξύνω
    II
    ( устраивать) δημιουργώ

    чини́ть препя́тствия — προξενώ εμπόδια

    Русско-греческий словарь > чинить

  • 17 вызывать

    вызывать
    несов
    1. καλῶ, φωνάζω/ σηκώνω (ученика):
    \вызывать по телефону καλώ στό τηλέφωνο· \вызывать врача φωνάζω вызывать (или καλῶ) τό γιατρό· \вызывать в суд κλητεύω, καλώ στό δικαστήριο· \вызывать из комнаты φωνάζω ἀπ' τό δωμάτιο·
    2. (на состязание) προσκαλώ, (προ)καλῶ:
    \вызывать на соцсоревнование кого-л. (προσ)καλῶ κάποιον σέ σοσιαλιστική ἀμιλλα·
    3. (возбуждать) προκαλώ, προξενώ:
    \вызывать ссо́ру προκαλώ καυγα· \вызывать отвращение προξενώ ἀηδία, προκαλώ ἀπέχθεια· \вызывать аппетит ἀνοίγω τήν δρεξη, προκαλώ δρεξη· \вызывать подозрения διεγείρω ὑποψίες (или ὑπόνοιες)· \вызывать восторг προκαλώ τό θαυμασμό·
    4. (артистов) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω.

    Русско-новогреческий словарь > вызывать

  • 18 наводить

    наводить
    несов κατευθύνω (направлять) I σκοπεύω (нацеливать):
    \наводить на след κατευθύνω στά Ιχνη· \наводить орудие на цель κατευθύνω τό πυροβόλο σέ στόχο· ◊ \наводить лоск, \наводить глянец γιαλίζω, λουστράρω, στιλβώνω· \наводить красоту́ разг καλλωπίζομαι, βάφομαι· \наводить порядок βάζω τάξη· \наводить скуку προξενώ (или προκαλώ) πλήξη, γίνομαι ἀνιαρός· \наводить страх на кого-л. προξενώ φόβο σέ κάποιον \наводить справку ὁ чем-л. πληροφορούμαι, παίρνω πληροφορίες γιά κάτι· \наводить критику разг κάνω κριτική· \наводить на мысль ὁδηγώ στή σκέψη· \наводить мост κτίζω γέφυρα.

    Русско-новогреческий словарь > наводить

  • 19 нагонять

    нагонять
    несов
    1. (догонять) φτάνω, προφτάνω, καταφτάνω·
    2. (наверстывать) ἀναπληρώνω, κερδίζω·
    3. (вызывать, причинять) προξενώ, φέρνω:
    \нагонять тоску́ φέρνω ἀνία· \нагонять страх на кого-л. προξενώ φόβο σέ κάποιο· \нагонять сон προκαλώ ὕπνο.

    Русско-новогреческий словарь > нагонять

  • 20 наделать

    наделать
    сов
    1. (сделать много) κάνω, φτ(ε)ιάνω, κατασκευάζω:
    \наделать игру́-шек κατασκευάζω παιγνίδια·
    2. (предосудительное, плохое) κάνω / προξενώ (причинять):
    \наделать ошибок κάνω λάθη· \наделать глупостей κάνω βλακείες, κάνω κουταμάρες· \наделать неприятностей (хлопот) кому́-л. προξενώ ἐνοχλήσεις (μπελάδες) κάποιου· что́ ты наделал! τί ζημιά Εκανες!

    Русско-новогреческий словарь > наделать

См. также в других словарях:

  • προξενώ — προξενῶ, έω, ΝΜΑ [πρόξενος] προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ. β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», Πλούτ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • προξενώ — προξενώ, προξένησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προξενώ — προξένησα, προξενήθηκα, προκαλώ, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι: Η χαλαζόπτωση προξένησε μεγάλες ζημιές στη γεωργική παραγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προξενῶ — προξενέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) προξενέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Προξένῳ — Πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξένῳ — πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακουράζω — προξενώ σε κάποιον υπερβολική κόπωση …   Dictionary of Greek

  • κατασυγκινώ — προξενώ μεγάλη συγκίνηση σε κάποιον, συγκλονίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συγκινῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Προξένωι — Προξένῳ , Πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξένωι — προξένῳ , πρόξενος public masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»